ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Πάνου Παρασκευάκου
8η ΜΑΡΤΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ Η ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πιστεύω εις μία Ποιητή εκτός ουρανού
Την Άνθρωπο!!!
Που χωρίς πυλό, χωρίς πλευρό,
ζώσα ζωή εποίησε .
Μόνο με τον ομφάλιο λώρο,
μόνο με λίγο γάλα , γάλα από το στήθος της
μόνο με λίγο ψωμί, μία φέτα σπιτίσιο ψωμί
του μέλλοντος ζωή χαρισάμενη .
Γυναίκα εσύ , η Άνθρωπος !!!
Που λίγα μέτρα αυλής,
με λίγο ασβέστη, ένα γεράνι,
μια γλάστρα βασιλικό,
τη συντροφιά της γειτονιάς
και μια αγκαλιά παιδικά χαμόγελα,
κήπο της Εδέμ εποίησες.
Πιστεύω εις μία Ποιητή εκτός ουρανού
Την Άνθρωπο!!!
Που χωρίς αποστόλους, χωρίς ωσαννά,
Μόνο
με ένα παραμύθι, στης αυλής τη συντροφιά
και
με ένα βραδινό νανούρισμα
του μέλλοντος την ιστορία χαρισάμενη.
Γυναίκα εσύ , η Άνθρωπος !!!
που επιμένεις να παραμείνεις
Γυναίκα η «ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
Η ΓΕΝΕΣΗ
Όταν
Ο Μέγας των αιώνων καλλιτέχνης
Το χώμα έκανε με σάρκα και οστά
Στο πρόσωπο του
Ένα χαμόγελο είχε ανθίσει
Της γένεσης να δείξει τη χαρά
Όταν
Στη Βηθλεέμ απ’ τους θνητούς η εκλεκτή
Από τα σπλάχνα της δημιουργεί ζωή
Στον ουρανό
Υπέρλαμπρο ανέτειλε αστέρι
Της γένεσης το μήνυμα να φέρει
Μα τώρα ΕΣΥ
Μία κουκίδα μες΄ το σύμπαν
Μι’ απλή κι’ ασήμαντη δημιουργός
Με χρώματα απλά θα ζωγραφίσεις
Της γένεσης το κάθ’ ένα λεπτό
Με μια φωνή που θ’ αντηχήσει
Στη σιγαλιά σαν ΩΣΑΝΝΑ
Με πρόσωπο που θα φωτίσει
Από δύο αστέρια φωτεινά
Μ’ ένα χαμόγελο ανάμεσα στο πόνο
Σαν αστραπή σε χειμωνιάτικο ουρανό
Και μ’ ένα πρόσωπο που θα φωτίσει
Σαν χάραμα στου ΜΑΗ πρωινό
Και ένα αηδόνι στο πλευρό σου
Θα βάλει αυτό τη μουσική
Μ’ ένα τιτίβισμα που θα ναι
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΖΩΗ
ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ
Στη σειρά
Πρώτη, δεύτερη, Τρίτη, τέταρτη, ……..
όπως γράφουν και τα καρτελάκια στο στήθος.
Βλέπεις , στη φάμπρικα τα καρτελάκια,
δεν γράφουν ονόματα και τίτλους,
αριθμούς γράφουν.
Η νούμερο ένα, η νούμερο δύο,
η τρία η τέσσερα, …..
όπως τα γρανάζια μιας αλυσίδας.
Στη σειρά
Πρώτη, δεύτερη, Τρίτη, τέταρτη, ……..
δεν ομιλούμε , δεν σκεπτόμαστε, δεν αισθανόμαστε
προσηλωμένες μόνο να ανταποκριθούμε,
στη κίνηση της μηχανής, σωστά με τη σειρά.
Η νούμερο ένα, μετά η δύο, η τρία η τέσσερα, …..
όπως τα γρανάζια μιας αλυσίδας.
Στο σχόλασμα μόνο,
φυσώντας το χνούδι απ’ τα ρουθούνια,
χαιρετά η μία την άλλη με τη σειρά,
τη Μαρία, τη Σία, την Στέλλα , την Ευγενία , …
με σκέψη και συναίσθημα ρωτούμε
για τα παιδία , τους συντρόφους, τους γονείς.
Τώρα δεν είμαστε αριθμοί.
Τώρα είμαστε Άνθρωποι
ΓΡΑΝΑΖΙ
χρόνια δουλειάς, χρόνια αγώνα .
Αλύγιστα τα χέρια της, σαν μηχανής γρανάζι,
μια σύνταξη στα γηρατειά, το μόνο που τη νοιάζει.
Μια σύνταξη,
για λίγο γάλα, ένα γιαούρτι , λίγο ψωμί,
μια στάλα λάδι, τα φάρμακα της,
μια κούπα σούπα, σκέτο ζουμί.
Βοήθεια απ’ τα παιδιά δε περιμένει,
η ανεργία , τα σκλάβωσε κι’ αυτά,
και τα εγγόνια της, ψάχνουν ελπίδα,
κάπου στα ξένα στη ξενιτιά.
Τα χέρια της κρατούν ακόμα
γρανάζια μοιάζουν, μιας μηχανής,
ξέρει καλά, πριν μπει στο χώμα
θα’ ναι ,γρανάζι παραγωγής.
Ψάχνοντας τρόπο, απλά να ζήσει,
πανέρια πλέκει για να πουλήσει
ξέρει το σύστημα δεν θα αφήσει
άνθρωπος να ‘ναι , μάτια πριν κλείσει.
ΤΟ ΘΛΙΒΕΡΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Στο δωμάτιο τους ανέμελα παίζουν τα παιδιά
περιμένουν να γυρίσει, η μαμά απ’ τη δουλειά
παίζουν τα παιδιά, μ’ ένα μαύρο γάτο
δεν έχει φθάσει ακόμη, το θλιβερό μαντάτο
Η γιαγιά αρώματα κουζίνας, απλώνει στο τραπέζι
το ραδιόφωνο, δημοτικό σκοπό, στα σιγανά θα παίζει
το φτωχικό φαί , αχνίζει μες το πιάτο
δεν έχει φθάσει ακόμη, το θλιβερό μαντάτο
Από χθες λείπει η μαμά, διπλοβάρδια έχει
δεν κουράζετε η μαμά , η μαμά αντέχει
γιατί ! έχει μια δουλειά , στο κάτω-κάτω
δεν έχει φθάσει ακόμη, το θλιβερό μαντάτο
Για να ‘χει μία δουλειά, ανθρώπινα να ζήσουν
Διπλό βάρδια αντέχει, να μη την απολύσουν
μα το μαντάτο έφθασε αντάμα με τη θλίψη
η μάνα τους δεν άντεξε και έχει υποκύψει
Σαν το μαντάτο απλώθηκε , σαν ανεμοβλογιά
ένα τραγούδι ακούγετε, μες’ τη φτωχολογιά
παίζει το ραδιόφωνο, το ¨παρ’ το απόφαση ρε Στράτο¨
που κάποιος τ’ αφιέρωσε , στο θλιβερό μαντάτο
ΦΤΑΝΕΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΜΕ ΛΕΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟ
Φτάνει μόνο να με λες σύντροφο,
στου έρωτα τα μονοπάτια και του βίου τον ανήφορο,
για να μυρίσει ,
άνοιξη το σπίτι.
Φτάνει μόνο να με λες σύντροφο,
στων παιδιών το κλάμα και τον πυρετό τους,
για να ζεστάνει
λίβας του καλοκαιριού το σπίτι.
Φτάνει μόνο να με λες σύντροφο
στης δούλεψης τη πύλη και τ’ όργωμα της γης,
για να μυρίσει
πρωτοβρόχι φθινοπώρου, ολάκερο το σπίτι.
Φτάνει μόνο να με λες σύντροφο
στις μεγάλες λεωφόρους και στου δίκιου τις πορείες,
για να μυρίσει
κόκκινο ήλιο η παγωνιά του χειμώνα
σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Φτάνει μόνο να με λες Σύντροφο
και τότε
στου Μάρτη τις οχτώ
θα έχω τη γιορτή μου.
ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑ
Γυναίκα.
Μάνα, αδελφή, σύντροφος, συνάδελφος
και στον αγώνα χέρι- χέρι.
Ίσως να φθάνει, και μόνο ένα χέρι,
γυναίκα στη μνήμη μας να φέρει.
Ίσως πάλι, και μόνο μια ματιά της,
εκείνη, της υπομονής και της επιμονής,
εκείνη, του ανυποχώρητου,
της θέλησης και της επιδίωξης,
εκείνη η ματιά , για τη ζωή.
Μπορεί να αρκούν και δυο γλουτοί,
δυο μηροί, δυο γάμπες, δυο στήθη,
άλλωστε,
την γυναίκα Άνθρωπο αναζητούμε,
τη ψυχή της να ζωγραφίσουμε, χωρίς ανατομία .
Γυναίκα.
Μάνα, αδελφή, σύντροφος, συνάδελφος
και στον αγώνα χέρι- χέρι.
Δεν έχει σημασία,
απλά,
ΓΥΝΑΙΚΑ η ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΟΙ ΜΗΤΡΕΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Ομφαλό τον ομφαλό, κλάμα το κλάμα,
ανάσα την ανάσα, ζωή τη ζωή
και
εικόνα μαγική , εικόνα θεία
πρώτοπροσκύνημα στους ναούς των θεών,
πρωτοπροσκύνημα στους ναούς των ανθρώπων.
Ομφαλό τον ομφαλό, κλάμα το κλάμα,
χωρίς αιρέσεις και εξαιρέσεις
προύχοντες και πένητες , λευκοί, μαύροι, κίτρινοι
σ’ όλου του κόσμου τις θρησκείες
και
εικόνα μαγική , εικόνα θεία
πρώτοπροσκύνημα στους ναούς των θεών,
πρωτοπροσκύνημα στους ναούς των ανθρώπων.
Ομφαλό τον ομφαλό, κλάμα το κλάμα,
χωρίς συμφέρον και υπολογισμό
νικητές και νικημένοι, θύτες και θύματα
τους κέρδους προστάτες και αποστάτες
και
εικόνα μαγική , εικόνα θεία
πρώτοπροσκύνημα στους ναούς των θεών,
πρωτοπροσκύνημα στους ναούς των ανθρώπων.
Αν το μέλλον, στης μήτρας του αγκάλη φυλάσσεται,
χωρίς αιρέσεις και εξαιρέσεις
Αν μια αγκαλιά οι μήτρες του μέλλοντος
χωρίς αιρέσεις και εξαιρέσεις
τότε
του μέλλοντος ζωή , χαρισάμενη
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Έλα Μορφέα αγκάλιαστο και δώσ’ του ένα χάδι
ποτέ του να μη φοβηθεί, τον κόσμο στο σκοτάδι
φεγγάρι κι’ άστρα τα’ ουρανού φωτίστε του το βράδυ
στείλε Θεέ μου άγγελο, νανούρισμα να άδει
και συ καρδιά μου , μάτια μου, άστρο και γιασεμί μου
βάλε στο μέρος της καρδιάς, το πρωινό φιλί μου
Έλα και σου ’χω έτοιμα, φτερά για να πετάξεις
τα όνειρα σου μάτια μου, για να τα κάνεις πράξεις
στον ουρανό φτερούγισε, σε θάλασσες, σε δάση
μα όσο μακριά μου κι αν πετά, ποτέ να μη ξεχάσει,
στις προσευχές θα βρίσκεται και μες στην αγκαλιά μου
στη σκέψη και στα όνειρα, στους χτύπους της καρδιάς μου.
Την πρωινή μου την ευχή, σου στέλνω πριν χαράξει
από το μάτι του κακού, αυτή να σε φυλάξει
κι όταν ξυπνάς κάθε πρωί, τον ήλιο σαν κοιτάζεις
στην αγκαλιά του πρωινού, ποτέ σου μη δειλιάζεις
να ψάχνεις μέσα στη ζωή, τα άνθη τα λευκά της
και την ευχή μου θα τη βρεις μέσα στη μυρωδιά της
ΜΑΝΑΔΕΣ
Μανάδες
με το γάλα, ακόμη μες τα στήθια
και άλλες,
με τους καρπούς, στη μήτρα τους κρυμμένους
τον οβολό τους κρατώντας
στη γλώσσα από κάτω
με βάρκα του Αχέροντα
περνούνε το Αιγαίο
Μανάδες
που, βήμα το βήμα , χτίζανε
τα χρόνια των παιδιών τους
και άλλες
που πέτρα τη πέτρα , χτίζανε
τα πέτρινά τους χρόνια
τον οβολό τους κρατώντας
στη γλώσσα από κάτω
προς τη φωλιά του Κέρβερου
ξεκίναγαν ταξίδι
Μανάδες
της ΟΓΕ μανάδες, δώστε τα χέρια
για τα παιδιά που έρχονται
ΛΕΥΚΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Μωράκι μου, καλή σου ώρα
καλή σου ώρα, κάθε σου ώρα
μα! μωράκι μου ,
δεν θα ‘σαι πάντα μωράκι
η ζωή σου θα τρέχει, θα τρέχει, θα τρέχει
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου , να αγωνίζεσαι
για να τρέχεις, να Αγωνίζεσαι να προλάβεις τη ζωή σου,
μα! μωράκι μου
η ζωή σου δεν θα είναι πάντοτε παιχνίδι να στη προσφέρουν
κανείς δεν θα στη χαρίσει, δεν θα στη δωρίσει
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου , να μη περιμένεις
να μη παρακαλάς , μάθε να μην εκλιπαρείς τη συμμετοχή σου
για να Διεκδικήσεις κάθε ώρα της ζωής σου.
Μωράκι μου καλή σου μέρα
καλή σου μέρα, κάθε σου μέρα
μα! μωράκι μου,
δεν θα ‘σαι πάντα μωράκι
οι μέρες της ζωής σου, δεν θα πάνε από μόνες τους
κάποιοι θα προσπαθήσουν να τις τρέξουν, να τις τραβήξουν
θα προσπαθήσουν να τις κάνουνε δικές τους
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου να αντιστέκεσαι
μάθε, να μη σε σπρώχνουν , να μη σε τραβούν
για να τους Αντιστέκεσαι, στις μέρες ζωής σου.
μα! μωράκι μου
η ζωή σου δεν θα είναι πάντοτε παιχνίδι να το χαίρεσαι
να χαίρεσαι και να γελάς με νίκη και με ήττα
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου ,να μη μοιρολατρείς
να μην επαναπαύεσαι και να εφησυχάζεις για το αποτέλεσμα
για να Ανατρέπεις τη ρότα ζωή σου, από εσένα για σένα
Μωράκι μου , καλό σου μήνα
καλός σου μήνας, κάθε σου μήνας
μα! μωράκι μου,
δεν θα ‘σαι πάντα μωράκι
να γελάς και να χαίρεσαι αγαπημένα με τ’ άλλα τα παιδάκια
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου, να αγαπάς
να αγαπάς τα παιδιά όλου του κόσμου
για να ζείτε αύριο, τα παιδιά του σήμερα, με Ειρήνη τη ζωή σας.
μα! μωράκι μου,
η ζωή σου δεν θα είναι πάντοτε ένα παιχνίδι να μαθαίνεις
τα πρώτα σου γράμματα, τους πρώτους σου αριθμούς
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου μωράκι μου,
πως ένα κι’ ένα κάνουν δύο
για να μπορείς, το Δίκιο να μετράς πάντα μες τη ζωή σου
Μωράκι μου , καλός σου χρόνο
καλός σου χρόνος, κάθε σου χρόνος
μα! μωράκι μου,
δεν θα ‘σαι πάντα μωράκι
την απειρία και την άγνοια σου θα εκμεταλλευτούν
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου, τα πρώτα σου ξέρω
μάθε τη γνώση θα ρουφάς σαν μητρικό γάλα
για ν’ απαντάς με Ξέρω, στης ζωής σου τους δυνάστες.
μα! μωράκι μου
η ζωή σου θα τρέχει, θα τρέχει , θα τρέχει
και το παιχνίδι σου , θα γίνεται ζωή
η ζωή θα γίνεται δική σου
η δική σου θα γίνεται εγώ σου
το εγώ σου θα γίνεται, ο εαυτός σου
και ο εαυτός σου , το Πιστεύω σου, στα χρόνια της ζωής σου
Μωράκι μου, καλή σου ζωή
καλή σου ζωή , ολάκαιρη η ζωή σου
μα! μωράκι μου,
δεν θα ‘σαι πάντα μωράκι
και η ευχή της μάνας , δεν θα ‘ναι αρκετή
μάθε τώρα στο παιχνίδι σου, της μάνας την ευχή
ως προτροπή να έχεις , στης ζωής σου τη ζωή
Πίστευε καρδούλα μου, μονάχα το εγώ σου
τον ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ, πίστευε , θρησκεία –ιδανικό
Το ψέμα, το εφήμερο, μάτια μου, να προσέχεις
Και το πιστεύω σου αυτό, μη δίνεις δανικό.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ
Τα παιδικά χαμόγελα στο παραθύρι,
ήλο και φως σκορπίζουνε στο σπίτι
κι’ έξω φυσά βοριάς κι’ ανεμοβόρι,
γκρίζος ουρανός και σκοτεινός.
Γκρίζος κι’ ο κόσμος ,
που το μέλλον τους θα κτίσουν.
Ποιο γκρίζος κι’ από τον ουρανό.
Κι’ η μάνα τις φτερούγες τις ανοίγει
να κλείσει απ’ έξω , απ’ έξω , το θεριό,
δεν είναι λύση το παράθυρο να κλείσει,
και το αφήνει, ορθάνοικτο ανοιχτό.
Μανάδες ολάκερου του κόσμου,
τα παραθύρια αφήστε ανοιχτά,
στους δρόμους βγέστε , ενώστε τις φτερούγες
ασπίδα για του κόσμου τα παιδιά.
Τότε ,τα παιδικά χαμόγελα στο παραθύρι,
ελπίδα, για ένα μέλλον φωτεινό,
ελπίδα για ένα κόσμο, που θα είναι
κι’ από το χιόνι ακόμη ποιο λευκός
ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Γυρνάμε τη πλάτη στη δύση
να μη δει το παιδί και δακρύσει
να μη δει του ήλιου το γέρμα
που το όνειρο μοιάζει με ψέμα.
Είχε μάθει τον ήλιο ψηλά
μη τον δει το παιδί χαμηλά
ένας ήλιος χωρίς μια αχτίδα
μοιάζει όνειρο χωρίς την ελπίδα.
Αγκαλιά το παιδί θα κρατήσω
και τη πλάτη μαζί θα γυρίσω
απ’ την άλλη μεριά θα του δείξω
και τη δύση του ήλιου θα κρύψω
Με τη πλάτη στη δύση στραμμένη
το παιδί την ελπίδα προσμένει
με ματιά στου γαλάζιου το βάθος
στον ορίζοντα ψάχνει με πάθος
ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Κάθε στάχυ κι’ όνειρο, για τα παιδιά του κόσμου,
μαύρα , άσπρα κίτρινα, για τα παιδιά της γης.
Κάθε στάχυ και ευχή,
να ‘χουν, τη μυρωδιά του δυόσμου
και τη δροσιά από γάργαρο, νάμα – νερό πηγής.
Κάθε στάχυ ελπίδα σου, για τούτα τα βλαστάρια,
θύματα μη πέσουνε, στου κέρδους το βωμό.
Κάθε στάχυ προσευχή,
το μέλλον τους, μη παίξουνε στα ζάρια
κι’ αναγκασθούν να ζήσουνε , με ¨¨μέλανα ζωμό¨¨ .
Στάχυ το στάχυ μάζεψες όνειρο κι’ ελπίδα,
μια θημωνιά τεράστια στο δίκρανο κρατάς.
Για αυτά θα πεις, η προσευχή , δεν γίνετε ασπίδα,
μ’ αγώνα, ρήξη, ανατροπή, το μέλλον κατακτάς.
Η ΓΙΑΓΙΑ ΞΕΡΕΙ
Εκεί στου ήλιου το θλιμμένο βλέμμα,
βαδίζοντας στο όριο ……..
του ξέρω ….. και …. του ψάχνω,
αναζητεί της ρότα της, τη βηματισιά.
Κρατώντας την γιαγιά απ’ το χέρι
αποστηθίζει τη γνώση της.
Γιατί !!
η γιαγιά ξέρει ……………
ξέρει, της ρότας τα μυστικά.
Από πού έρχεται και που πηγαίνει.
Την έχει βαδίσει χιλιάδες φορές
και έμαθε τα κατατόπια της,
γνώρισε τις κακοτοπιές της.
Στα σταυροδρόμια της,
έπαθε, στα στενά της αδιέξοδης ελπίδας
και στης ελπίδας τις λεωφόρους, έμαθε.
Κρατώντας την γιαγιά απ’ το χέρι
αποστηθίζει τις συμβουλές της.
Γιατί !!
η γιαγιά ξέρει ……………
ξέρει, το τέρμα στο μπουσούλισμα της.
Ποτέ πια έρποντας ….. ποτέ πια στα τέσσερα.
Τώρα ! με τα πρώτα βήματα σου,
πάντα ορθή ……. πάντα στα πόδια σου
Και η ευχή της γιαγιάς …… στράτα – στρατούλα.
Κρατώντας την γιαγιά απ’ το χέρι
αποστηθίζει τα χνάρια της.
Γιατί !!
η γιαγιά ξέρει ………..
ξέρει, τα όρια της νεανικής της ορμής.
Όταν ανεβαίνει με ορμή τα σκαλοπάτια ,
να της φωνάζει ¨¨στοπ¨¨, …. στο έκτο σκαλοπάτι,
να της φωνάζει , ………. μέχρι εκεί.
Γιατί !
η γιαγιά ξέρει .............
μετρά τα σκαλοπάτια με το μπόι !
με τ’ ανάστημα μετρά, πόσο ψιλά πηγαίνει.
Κρατώντας την γιαγιά απ’ το χέρι
αποστηθίζει τη πείρα της.
Γιατί !!
η γιαγιά ξέρει ………..
ξέρει, τα κατατόπια και τις κακοτοπιές.
Να έχει την έννοια της …….. στο κατέβασμα,
στο κατέβασμα ……. που κρύβει τις παγίδες,
να της φωνάζει ¨¨προσοχή¨¨ …. ¨¨κρατήσου¨¨
να της φωνάζει ….κοίτα ψιλά – μπροστά σου.
Γιατί !
η γιαγιά ξέρει .................
πως η κακοτράχαλη ρότα στις κατηφοριές
τον κίνδυνο κρύβει να πληγωθεί.
Σ’ ολάκερο τον κόσμο, έχουν ένα θεό
Πιστεύουν σε αγίους και σ’ ένα ιερό
Λατρεύουν, προσκυνούνε και τους θεούς υμνούν
Στη μνήμη τους, γιορτάζουν και τους δοξολογούν
Μα !! γω !! στα τόσα χρόνια, παιδί – έφηβος- νιός
Δεν βρέθηκε δικός μου, ποτέ ένας θεός
Στα μάτια να τον βλέπω, μαζί του να μιλώ
Να νοιώθω την πνοή του, γλυκά να τον φιλώ
Μα κάπου κει – σαν ΘΑΥΜΑ- απ’ άγνωστο θεό
Είδα μορφή , δική σου, με φωτοστέφανο
Είδα την μορφή σου , γλυκιά σαν οπτασία
εσένα τότε πίστεψα, ως ΜΑΡΙΑΜ - ΜΑΡΙΑ
Βρήκα να γιορτάσω και να προσκυνήσω
Βρήκα τον ΘΕΟ δικό μου, να δοξολογήσω
Βρήκα την λατρεία μου, που !! να τη χαρίσω
Βρήκα τον ΘΕΟ δικό μου, με πίστη να υμνήσω
Γιατί !! οι θεοί οι άλλοι, ήρθανε μιά φορά
Ήρθαν – είδαν – είπαν και έφυγαν ξανά
Μονάχα μιάαντέξαν, να ανέβουν στο σταυρό
Κ’ αμέσως ξεκουράστηκαν , ψιλά στον ουρανό
Μα !! εσένανε , ΘΕΕ μου, ΘΕΕ , παντοτινέ
Ολημερίς και βράδυ, σε σταυρώνουνε
Μα !! ΣΥ έχεις κουράγιο, ξανά !! ν’ αναστηθείς
Στον Γολγοθά σου πάλι, ψιλά να ανεβείς
ΠΩΣ !!!!!!! να μη λατρέψω, λοιπόν, τέτοιο ΘΕΟ
Πάντα, πλάι – δίπλα μου, σύντροφο πιστό
ΠΩΣ !!!!!!! να μη γιορτάζω, ΘΕΕ την ύπαρξη σου
Όταν τα πάντα με ‘χεις, βαθιά μες τη ψυχή σου
Και , άγγελοι χιλιάδες, των άλλων των θεών
Το ΩΣΣΑΝΑ , να ψέλνουν, για σε, στο πάνθεον
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, γλυκέ μου, παντοτινέ ΘΕΕ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, δικέ μου, παντοτινέ ΘΕΕ
ΜΑΝΑ
Μου σμίλεψες τη σκέψη μου, από μωρό παιδί
πήρες γραφίδα και ζωγράφισες το παιδικό μυαλό μου
από τα στήθη σου, μου έδινες τροφή
κι’ ήσουν για μένα, ένας μικρός θεός μου.
Σε κάθε παραμύθι σου, για το νανούρισμα μου
κι’ από τα πρώτα βήματα που με ‘μαθες να κάνω
μου έπλαθες τα όνειρα και τα ιδανικά μου
ένα ¨εγώ¨ μου έκτιζες , για να ‘χω πάντα πλάνο.
Αργότερα με μάθαινες, ανάγνωση - γραφή
και να μετρώ με μάθαινες, το ένα και το δύο
για ν’ απορρίπτω, Μάνα μου , υπόσχεση ασαφή
και να μετρώ το δίκιο μου, σ’ ολάκερο το βίο.
Η σμίλη που μου σμίλεψες, τη σκέψη μου μωρό
κι’ η πένα που ζωγράφισες , τη παιδική ψυχή μου
μου δείχνανε στο διάβα μου, το θέλω, το μπορώ
και σαν δυο φάροι φώτιζαν, την ρότα στη ζωή μου.
Τα γράμματα που με ‘μαθες, να γράφω να διαβάζω
κι’ οι αριθμοί που μου ‘δειξες, πότε μας κάνουν ίσον
μου μάθανε μες τη ζωή, ποτέ να μη διστάζω
να κυνηγώ το όνειρο, ¨γήινων παραδείσων¨.
Από τα πρώτα βήματα και από τα παραμύθια
Θεός και Πρωτομάστορας, μου ‘κτιζες το ¨ποιόν μου¨
μα! τώρα που μεγάλωσα, μοναδική μου αλήθεια
σε είχα καθοδηγητή, των όποιων αξιών μου.
από τα στήθη σου, μου έδινες τροφή
ΣΤΑΣ ΓΡΑΦΑΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
ΜΑΝΑ ΕΣΥ, ΓΥΝΑΙΚΑ
Γυναίκα Εσύ,
που, κατά τας γραφάς
πρωτόπλαστη δεν ήσουν,
του πλάστη , πείρες τη θέση.
Εσύ,
που πλευρό της αγκάλης,
ζωή χαρισάμενη,
την αγκάλη σου χαρισάμενη μας.
Στα "Μη", Εσύ του κρατούντος ,
ασυμβίβαστη ,
αγόγγυστα στη θέση της συμβίας.
Στον όλεθρο,
"Στήλη άλατος" ,
στου Αιγαίου την αλμύρα,
τον όλεθρο φυγαδεύεις.
Μάνα εσύ,Γυναίκα
κατά τας γραφάς
τη κρίση του Σολόμωντα έκρινες,
της κρίσης,
Σολόμωντας εσύ.
Μάνα εσύ, Γυναίκα
στας γραφάς του μέλλοντος
το μέλλον εγκυμονείς.
Τα έγκατα ,
με τα νύχια σκαλίζεις
σκαλί το σκαλί,
μέχρι
τις μεγάλες λεωφόρους του κόσμου,
του μέλλοντος λεωφόρους ,
μια Καλημέρα να δει,
μια Καλημέρα να πει,
το μέλλον που εγκυμονείς.
Μάνα εσύ, Γυναίκα
στας γραφάς του μέλλοντος,
από πλευρό, δε θα ‘σαι
μα!! ,στο πλευρό , Θε να σταθείς.
Όχι, σαν άλλος άνθρωπος,
μα!!, ο ίδιος ο άνθρωπος,
Συνάνθρωπος .
Το χέρι απλώνοντας,
της Ιστορίας
το τροχό θα γυρνάς.
Στας γραφάς του μέλλοντος
Μάνα εσύ, Γυναίκα
Πάνος Παρασκευάκος
8 Μαρτίου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου