Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.
Γ΄ έπαινος στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου