Η εγκράτεια
(στη μητέρα μου Έρικα Μάινα-Ρέλγκεν)
Όλα περνούν απότομα
έλεγε η γιαγιά μου στο Λίμπλαρ
όταν ζητούσαμε ένα ακόμα χωνάκι
απ’ τον Ιταλό.
έλεγε η γιαγιά μου στο Λίμπλαρ
όταν ζητούσαμε ένα ακόμα χωνάκι
απ’ τον Ιταλό.
Είχε συνηθίσει την άσκηση, την ολιγάρκεια,
είχε χάσει τον άντρα της το ’44,
είχε χάσει την αίσθηση για τη λέξη αδικία,
δεν κλαψούριζε όπως ο Ιώβ.
είχε χάσει τον άντρα της το ’44,
είχε χάσει την αίσθηση για τη λέξη αδικία,
δεν κλαψούριζε όπως ο Ιώβ.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος είχε ρίξει βόμβες
στη φάρμα της έξω απ’ το Βέσσελινγκ ενώ πενθούσε,
η Κολωνία είχε ισοπεδωθεί για πάντα.
στη φάρμα της έξω απ’ το Βέσσελινγκ ενώ πενθούσε,
η Κολωνία είχε ισοπεδωθεί για πάντα.
Όποιος είδε τις φωτογραφίες, τους τοίχους
να γίνονται σκόνη,
ξέρει πως κατά βάση δε ζει κανείς τους,
πως οι πόλεις είναι απλά ονόματα,
να γίνονται σκόνη,
ξέρει πως κατά βάση δε ζει κανείς τους,
πως οι πόλεις είναι απλά ονόματα,
Ντρέσντεν, Μπερλίν, Καιλν.
Η γιαγιά μου ίσως βρήκε την ηρεμία της
ένα απόγευμα
ένα απόγευμα
όταν είδε το πρόσωπο μέσα της
γιατί δε φαινόταν στο νιπτήρα,
γιατί δεν πήγαινε πια ταξίδια, ήταν χήρα
και δεν έσκυβε με τα γαλάζια μάτια της
στην κουπαστή μιας κρουαζιέρας
για ν’ ανεμίζουν οι κορδέλες του καπέλου
στο Βόσπορο.
γιατί δε φαινόταν στο νιπτήρα,
γιατί δεν πήγαινε πια ταξίδια, ήταν χήρα
και δεν έσκυβε με τα γαλάζια μάτια της
στην κουπαστή μιας κρουαζιέρας
για ν’ ανεμίζουν οι κορδέλες του καπέλου
στο Βόσπορο.
Από την ανέκδοτη συλλογή:
«Τα μικρά γεγονότα» © 2000-2013
Αλέξιος Μάινας
Η πύλη του κόσμου
(ή Στιγμιότυπο με δανεικό σακάκι)
Άνθη σε απρόσιτα βάζα.
(Φηρά–Πειραιάς, 1918)
Έχω πάντα μαζί μου μια φωτογραφία του παππού
που γράφει «Ταξείδιον τριανταμιάς ωρών, Πειραιεύς».
που γράφει «Ταξείδιον τριανταμιάς ωρών, Πειραιεύς».
Φαίνεται το στιλπνό γκρι νερό, φαίνεται η δέστρα
και η θηλιά, μοιάζει να γελάει, μοιάζει χλωμός
και η θηλιά, μοιάζει να γελάει, μοιάζει χλωμός
σαν εφημερίδα, έκανε δουλειές του ποδαριού,
φαίνεται ένα θολό σκυλί που μυρίζει μια πέτρα,
φαίνεται το λιμανίσιο νερό, ήταν νησιώτης εκεί
και ξένος.
φαίνεται ένα θολό σκυλί που μυρίζει μια πέτρα,
φαίνεται το λιμανίσιο νερό, ήταν νησιώτης εκεί
και ξένος.
Πρώτη δημοσίευση: Andro/gr,
5 ποιήματα για τη Σαντορίνη (επιμέλεια: Γιάννης Τζανετάκης)
Από τη συλλογή: «Τα μικρά γεγονότα» © 2000-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου