Του γονικού
μας το παράθυρο
Με το
ανθισμένο του περβάζι
Σαν πλαίσιο εικόνας
ήταν, που έδειχνε
Πάντα μιαν
άνοιξη να οργιάζει.
Ανάμεσά τους ο κόσμος φάνταζε
Με μιαν αχνή
ντυμένος γάζα,
Που των
αιθέρων και της θάλασσας
Αντιφεγγίζαν
τα γαλάζα.
Μα ένα πρωί ξύπνησα ανήσυχος
Με μια βαριάν
εντός μου λύπη
Για κάτι που
ποτέ δε γνώρισα
Και τo ’νιωθα
όμως πως μου λείπει.
Κι εκεί που πάντα έλεγα, νa ’μενα,
Την ευτυχία
για να προσμένω,
Το
πρωτοξύπνητο ένιωσα είναι μου
Ένα πρωί
φυλακισμένο.
Κι αχ του σπιτιού μας το παράθυρο,
Που ευώδαε
πάντα από το δυόσμο,
Ένα πικρό πρωί
μου φάνηκε
Ότι μου κρύβει
όλο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου