Για της Ελλάδας τα παιδιά που με φτερ’ ανοιγμένα
τον ερχομό της χαραυγής μείναν να καρτερούν,
ψηλά για να πετάξουνε που τόσο λαχταρούν˙
για κείνα είν’ τα μάτια μου κάποιες φορές θλιμμένα,
γιατ’ όσο κείνη η αυγή στην προσμονή λιμνάζει,
ο κόσμος που τους τάξαμε μ’ όνειρο θα φαντάζει.
τον ερχομό της χαραυγής μείναν να καρτερούν,
ψηλά για να πετάξουνε που τόσο λαχταρούν˙
για κείνα είν’ τα μάτια μου κάποιες φορές θλιμμένα,
γιατ’ όσο κείνη η αυγή στην προσμονή λιμνάζει,
ο κόσμος που τους τάξαμε μ’ όνειρο θα φαντάζει.
Σ’ εκείνα τ’ αζευγάρωτα της γης μας αηδόνια
που προσπαθούν την πρώτη τους να χτίσουνε φωλιά
και της ανάγκης η σιωπή τους κλέβει τη λαλιά,
ψάχνοντας για ελεύθερα που απομείναν κλώνια˙
σε κείνα λεύθερο κλαδί ας βρούμε για να χτίσουν,
πρωτόγεννες γλυκές λαλιές γύρω μας ν’ αντηχήσουν.
που προσπαθούν την πρώτη τους να χτίσουνε φωλιά
και της ανάγκης η σιωπή τους κλέβει τη λαλιά,
ψάχνοντας για ελεύθερα που απομείναν κλώνια˙
σε κείνα λεύθερο κλαδί ας βρούμε για να χτίσουν,
πρωτόγεννες γλυκές λαλιές γύρω μας ν’ αντηχήσουν.
Για κείνα π’ αντιστέκονται στης στέρησης το κύμα,
μες στης ζωής το πέλαγος μ’ ένα σκαρί φτωχό
και της φωνής τους μοναχά ακούνε την ηχώ,
καθώς απομακρύνονται απ’ της χαράς το σήμα˙
για κείνα κει τα κύματα μεμιάς ας ημερέψουν
και τις πυξίδες οι χαρές επάνω τους ας στρέψουν.
μες στης ζωής το πέλαγος μ’ ένα σκαρί φτωχό
και της φωνής τους μοναχά ακούνε την ηχώ,
καθώς απομακρύνονται απ’ της χαράς το σήμα˙
για κείνα κει τα κύματα μεμιάς ας ημερέψουν
και τις πυξίδες οι χαρές επάνω τους ας στρέψουν.
Σ’ εκείνα που αναζητούν το πέρασμα να βρούνε
στην άλλη όχθη της ζωής, π’ ανθίζει, να βρεθούν
και σ’ ανθισμένες κορυφές να αναρριχηθούν,
κει που τα μάτια της ζωής από ψηλά κοιτούνε˙
σ’ εκείνα τα περάσματα κρυφά ας πάψουν να ‘ναι,
φτιαγμένα είν’ απ’ τη ζωή όλοι να τα περνάνε.
στην άλλη όχθη της ζωής, π’ ανθίζει, να βρεθούν
και σ’ ανθισμένες κορυφές να αναρριχηθούν,
κει που τα μάτια της ζωής από ψηλά κοιτούνε˙
σ’ εκείνα τα περάσματα κρυφά ας πάψουν να ‘ναι,
φτιαγμένα είν’ απ’ τη ζωή όλοι να τα περνάνε.
Για κείνα τ’ άνθη που λυγάν’ απ’ τ’ άνυδρα τα χρόνια
κι η προσμονή τους γίνεται γόνος της λησμονιάς,
κείνα τα στάχια που ‘μειναν εκτός της θημωνιάς,
ακολουθώντας άγνωστα της μοίρας χελιδόνια˙
για κείνα απ’ το δένδρο μας ευχές αργοκυλάνε
και ζωγραφίζουν στον κορμό εικόνες να γυρνάνε.
κι η προσμονή τους γίνεται γόνος της λησμονιάς,
κείνα τα στάχια που ‘μειναν εκτός της θημωνιάς,
ακολουθώντας άγνωστα της μοίρας χελιδόνια˙
για κείνα απ’ το δένδρο μας ευχές αργοκυλάνε
και ζωγραφίζουν στον κορμό εικόνες να γυρνάνε.
Γιατί καθένα μας παιδί και μια ελπίδα φέρνει
στ’ αύριο τούτης της γης που πάει σ’ ανηφοριά,
στην ακριβή της ρίζας μας άδοτη λευτεριά,
που με θυσίες κτίσαμε και πέτρα ματωμένη.
Κι όσο η ζωή θα αφαιρεί απ’ τ’ αύριο ελπίδες
θ’ αθροίζει φόβους να γενούν παιδιά με δυο πατρίδες.
στ’ αύριο τούτης της γης που πάει σ’ ανηφοριά,
στην ακριβή της ρίζας μας άδοτη λευτεριά,
που με θυσίες κτίσαμε και πέτρα ματωμένη.
Κι όσο η ζωή θα αφαιρεί απ’ τ’ αύριο ελπίδες
θ’ αθροίζει φόβους να γενούν παιδιά με δυο πατρίδες.
Θανάσης Τρίψας
Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΕΛΑΙΝΩ 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου