Συναντώ κάθε μέρα αυτή την γυναίκα, στη στάση. (της ζωής)
Στα ματόκλαδα της ψυχής της εκπλειστηριάζονται ολόγιομα φεγγάρια.
Βαδίζει πριγκιπικά κάτω από τις τρεμάμενες φλόγες του ήλιου
και μαζί του διαπραγματεύεται το χρύσωμα των μαλλιών της.
Στο ‘’ένδον’’ της έχει μια ‘’ενωτική’’ γέφυρα σεν
και μια αρμαθιά μνήμης κρεμασμένη στην έπαρση των βλεφάρων της.
Έχει εξουσιοδοτήσει τον ιθύνοντα νου της στο γαλάζιο να την σεργιανά
και σε τιμή ευκαιρίας να την πουλά στην πεθυμιά της.
Στους κοραλλιογενείς υφάλους του κορμιού της
ακόμα φιλοξενεί πόθους εύχυμους από ανελέητες προσδοκίες…
Κάνει αυτή την διαδρομή κάθε μέρα.
Επισκέπτεται την ζωή.
Της αλλάζει το ρούχο της ανημποριάς
κι αντάμα ολημερίς περιδιαβαίνουν της μνήμης τα σοκάκια,
αναγείροντας παλιές αγάπες, φιλιά εκμαιεύουν.
Πριν τον γυρισμό περνά έξω απ΄το σπίτι του χρόνου,
στέκεται για λίγο αγέρωχα σαν κυπαρίσσι στην αυλή του.
Δέχεται ηρωικά τον διασυρμό απ΄τον λιθοβολισμό των ονείρων
και την άρτια απόφαση για την εκποίηση της νιότης.
Με παρρησία υπογράφει πως κι απόψε τα θέλω της θα υποτάξει.
Χαμογελώντας πονηρά ένα τριαντάφυλλο ακουμπά
στις λυρικές άκρες των χειλιών της και δυνατά αναρωτιέται.
-Γιατί τα πουλιά πετούν πάντα ψηλά κι ας έχει καταιγίδα
τι άραγε θέλουν να μου πουν;
Αυτόν τον θρίαμβο της ήττας δεν είναι μπορετό να τον δεχτεί.
Μαζί του κάθε γιόμα νυχομαχεί με όπλο το δια χειρός σθένος
κι ένα- ένα λιανίζει εκείνα τα εμβόλιμα πουλιά
που ραίνουν με νάρκισσους τον θηρευτή δυνάστη χρόνο.
Κι έτσι που είδε τον αιμάτινο ουρανό
γιομάτο από φτερούγιες...
Τις αλυσίδες, πως θα μπορούσε ν΄αγαπήσει.!
Στα ματόκλαδα της ψυχής της εκπλειστηριάζονται ολόγιομα φεγγάρια.
Βαδίζει πριγκιπικά κάτω από τις τρεμάμενες φλόγες του ήλιου
και μαζί του διαπραγματεύεται το χρύσωμα των μαλλιών της.
Στο ‘’ένδον’’ της έχει μια ‘’ενωτική’’ γέφυρα σεν
και μια αρμαθιά μνήμης κρεμασμένη στην έπαρση των βλεφάρων της.
Έχει εξουσιοδοτήσει τον ιθύνοντα νου της στο γαλάζιο να την σεργιανά
και σε τιμή ευκαιρίας να την πουλά στην πεθυμιά της.
Στους κοραλλιογενείς υφάλους του κορμιού της
ακόμα φιλοξενεί πόθους εύχυμους από ανελέητες προσδοκίες…
Κάνει αυτή την διαδρομή κάθε μέρα.
Επισκέπτεται την ζωή.
Της αλλάζει το ρούχο της ανημποριάς
κι αντάμα ολημερίς περιδιαβαίνουν της μνήμης τα σοκάκια,
αναγείροντας παλιές αγάπες, φιλιά εκμαιεύουν.
Πριν τον γυρισμό περνά έξω απ΄το σπίτι του χρόνου,
στέκεται για λίγο αγέρωχα σαν κυπαρίσσι στην αυλή του.
Δέχεται ηρωικά τον διασυρμό απ΄τον λιθοβολισμό των ονείρων
και την άρτια απόφαση για την εκποίηση της νιότης.
Με παρρησία υπογράφει πως κι απόψε τα θέλω της θα υποτάξει.
Χαμογελώντας πονηρά ένα τριαντάφυλλο ακουμπά
στις λυρικές άκρες των χειλιών της και δυνατά αναρωτιέται.
-Γιατί τα πουλιά πετούν πάντα ψηλά κι ας έχει καταιγίδα
τι άραγε θέλουν να μου πουν;
Αυτόν τον θρίαμβο της ήττας δεν είναι μπορετό να τον δεχτεί.
Μαζί του κάθε γιόμα νυχομαχεί με όπλο το δια χειρός σθένος
κι ένα- ένα λιανίζει εκείνα τα εμβόλιμα πουλιά
που ραίνουν με νάρκισσους τον θηρευτή δυνάστη χρόνο.
Κι έτσι που είδε τον αιμάτινο ουρανό
γιομάτο από φτερούγιες...
Τις αλυσίδες, πως θα μπορούσε ν΄αγαπήσει.!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου