Ταψί άχνιζε η πόλη.
Σκαρφάλωσε ο υδράργυρος σαράντα επτά
όσες τα χρόνια μου αφόρητες γραμμές.
Σε διαμπερή στοά
θλιβερά σιωπηλό
το
«Καφενείον ο ανελκυστήρας».
Κουβέντες πνιγηρές, νερό, καφές,
ανέλπιδες βουτιές στις λίμνες που
τεμπέλικα γράφει ο ανεμιστήρας.
Στα ποτήρια της μπύρας
ο αφρός
μοιάζει κοχλασμός.
Καμίνι άσφαλτος πέρα για πέρα.
Τα σώματα πέφτουν
βαριά πουλιά σε στεγνωμένο αέρα.
Μια Γυναίκα μόνη
στο διπλανό τραπέζι
απλώνει φωτιά το άρωμά της
τώρα.
Την καταπίνουμε αργά –το νιώθει;–
ανασασμό – ανασασμό,
που η ομορφιά της
δροσίζει την κολασμένη μας ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου