Με τα μαλλιά λυτά, μενεξεδένια,
σε μυροβόλο πέπλο τυλιγμένη,
έστεκε η Φρύνη· ως πλανημένη
η μέρα, θαρρείς με χρυσαφένια
λάμψη, έδιωχνε γύρω κάθε έννοια.
Μονάχα οι κριτές σα βουβαμένοι,
σ' εξαίσια οπτασία λουσμένοι,
θαμπώθηκαν στα κάλλη, στη μελένια
δροσιά. Οι πλάτες, οι γλουτοί, τα στήθη,
τα μάτια που τα πάντα καρτεράνε,
κι η σάρπα η ερωτοστάλαχτη που ελύθη
στου Υπερείδη τ' άγγιγμα, μιλάνε:
«Αθώα ω Φρύνη, απ' τ' αναμμένα
χείλη, ηχούν τα λόγια τα σβυσμένα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου