Γριές
Κάθε που καμπανίζει
στέκουν σαν λαμπάδες μισοτελειωμένες στα ακρόσπιτα.
Σταυροκοπιούνται και λιβανίζουν το κορμί.
Κι όταν περνά το φέρετρο
κι ο πάτος του ξύνει τις πλάκες με κούραση
μουρμουρίζουν
στέκουν σαν λαμπάδες μισοτελειωμένες στα ακρόσπιτα.
Σταυροκοπιούνται και λιβανίζουν το κορμί.
Κι όταν περνά το φέρετρο
κι ο πάτος του ξύνει τις πλάκες με κούραση
μουρμουρίζουν
να μπει βαθιά στο χώμα
καμιά ματιά με χρώμα
στα μέσα σου
καταραμένη γη
καμιά ματιά με χρώμα
στα μέσα σου
καταραμένη γη
Κι ακούς
κλάματα
κλάματα
κλάματα
κι οι γαστρικές σανίδες τους αιμορραγούν.
κλάματα
κλάματα
κλάματα
κι οι γαστρικές σανίδες τους αιμορραγούν.
Όρθιες
σε παραλλήλους
τεντώνουν τις ζάρες τους.
σε παραλλήλους
τεντώνουν τις ζάρες τους.
Κι αν ψέλνουν
κι αν φαλτσάρουν
η λύπη τους
μπορεί κι η ατεχνία.
κι αν φαλτσάρουν
η λύπη τους
μπορεί κι η ατεχνία.
Στοές
Στα μαγειρεία σε γνώρισα
πατέρα
κάτι μεσημέρια
με κρασί και ψιλό.
πατέρα
κάτι μεσημέρια
με κρασί και ψιλό.
Τότε μόνο πρόσεξα
την προσμονή στον νέο σου
για κάτι τις μεγάλο.
την προσμονή στον νέο σου
για κάτι τις μεγάλο.
Σου έγνεψα
σε κέρασα
σε ψήλωσα δυο πόντους.
σε κέρασα
σε ψήλωσα δυο πόντους.
Κι από τότε αλάφρυναν οι μέρες μου
και βάρυναν οι νύχτες.
Διάσελο
και βάρυναν οι νύχτες.
Μέλισσες
Με γράμματα ξεκίνησα
με γράμματα τελειώνω.
με γράμματα τελειώνω.
Μιλάω
και ψιθυρίζεις μέσα μου.
και ψιθυρίζεις μέσα μου.
Θυρωρείο
Τρύπωσε υγρασία στις μετωπικές ρυτίδες
στη χλόη των βλεφάρων εξατμίστηκε
κι εσύ να επιμένεις
να μπερδεύεις
τα σπίτια με ανθρώπους,
τούς ανθρώπους με ψυχές.
στη χλόη των βλεφάρων εξατμίστηκε
κι εσύ να επιμένεις
να μπερδεύεις
τα σπίτια με ανθρώπους,
τούς ανθρώπους με ψυχές.
Διάσελο
Οι τόποι που ξενυχτάνε τους νεκρούς
λιώνουν σαν ψυχοκέρια.
λιώνουν σαν ψυχοκέρια.
Κι οι πρόγονοι
μάτια θαμπά
στηρίζουν ακροπόλεις.
μάτια θαμπά
στηρίζουν ακροπόλεις.
Ενορία
καφενές
κι από παντού η θάλασσα.
καφενές
κι από παντού η θάλασσα.
Κάθε εποχή.
Κάθε μέρα.
Κάθε ώρα.
Στο μέτρημα λιγότεροι.
Κάθε μέρα.
Κάθε ώρα.
Στο μέτρημα λιγότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου