Χρόνια περίμενα να πιούμε,
εκείνον τον ρημάδη τον καφέ !
Κι όσον καιρό μεσολαβούσε, ως νά΄ρθει εκείνη η ώρα,
εγώ επένδυα πάνω του πολλά !
Ναι ! στον καφέ !
Και περνούσε ο καιρός και περνούσαν τα χρόνια
και δοσ΄του εγώ, να συνδέω την ύπαρξη μου,
μ΄ένα φλυτζάνι καφέ !
Να προσδοκώ πως στον πάτο του φλυτζανιού,
θα έβρισκα ν΄απλώνεται περιχαρές το αύριο !
Σχεδιασμένο ευκρινώς κατά πώς τό΄θελα,
και τό΄χα ερμηνευμένο !
Πως φέρνοντας τον στα χείλη μου,
θα κατάπινα μαζί κι όλες τις απαντήσεις,
στα τόσα ερωτήματα,
που χρόνια γουργουρίζανε στο βάθος της κοιλιάς μου !
Πως όλο κι όλο που μου έλειπε,
θα τό΄χα στην ουσία του,
να κελαρύζει ρέοντας, απ΄τη λευκή πορσελάνη,
ίσα μες στα τοιχώματα, των ευσεβών μου πόθων !
Στις φυσαλίδες και στο καϊμάκι του,
είχα πάρει το ρίσκο μου,
να πλέουν τα όνειρα μου !
Ένας αφρός που φούσκωνε,
λίγο πριν πάρει βράση !
Σαν έφτασε στην τελική, το πλήρωμα του χρόνου,
κι αν ο καφές που γεύτηκα,
μού΄μοιασε πιότερο φωτιά,
σαν του αλκοόλ τον οίστρο,
που λίγωσε και μέθυσε
την σάρκα και τον νου μου,
κι αν ξημερώθηκα άγρυπνος
από την ένταση του,
κι αν μέτραγα ολονυχτίς,
όσες, την μάντρα πήδαγαν,
ονειροφυσαλίδες,
κι αν ένιωθα στα χείλη μου,
βαρύ- γλυκό το άρωμα,
απ΄την επίγευση του,
κι αν έπινα το ίδιο μου,
το σάλιο, γιατί σ΄είχε,
ανάκατο με φρουτανθούς
κι εξωτικό σαν δείλι,
εκείνον τον ρημάδη τον καφέ !
Κι όσον καιρό μεσολαβούσε, ως νά΄ρθει εκείνη η ώρα,
εγώ επένδυα πάνω του πολλά !
Ναι ! στον καφέ !
Και περνούσε ο καιρός και περνούσαν τα χρόνια
και δοσ΄του εγώ, να συνδέω την ύπαρξη μου,
μ΄ένα φλυτζάνι καφέ !
Να προσδοκώ πως στον πάτο του φλυτζανιού,
θα έβρισκα ν΄απλώνεται περιχαρές το αύριο !
Σχεδιασμένο ευκρινώς κατά πώς τό΄θελα,
και τό΄χα ερμηνευμένο !
Πως φέρνοντας τον στα χείλη μου,
θα κατάπινα μαζί κι όλες τις απαντήσεις,
στα τόσα ερωτήματα,
που χρόνια γουργουρίζανε στο βάθος της κοιλιάς μου !
Πως όλο κι όλο που μου έλειπε,
θα τό΄χα στην ουσία του,
να κελαρύζει ρέοντας, απ΄τη λευκή πορσελάνη,
ίσα μες στα τοιχώματα, των ευσεβών μου πόθων !
Στις φυσαλίδες και στο καϊμάκι του,
είχα πάρει το ρίσκο μου,
να πλέουν τα όνειρα μου !
Ένας αφρός που φούσκωνε,
λίγο πριν πάρει βράση !
Σαν έφτασε στην τελική, το πλήρωμα του χρόνου,
κι αν ο καφές που γεύτηκα,
μού΄μοιασε πιότερο φωτιά,
σαν του αλκοόλ τον οίστρο,
που λίγωσε και μέθυσε
την σάρκα και τον νου μου,
κι αν ξημερώθηκα άγρυπνος
από την ένταση του,
κι αν μέτραγα ολονυχτίς,
όσες, την μάντρα πήδαγαν,
ονειροφυσαλίδες,
κι αν ένιωθα στα χείλη μου,
βαρύ- γλυκό το άρωμα,
απ΄την επίγευση του,
κι αν έπινα το ίδιο μου,
το σάλιο, γιατί σ΄είχε,
ανάκατο με φρουτανθούς
κι εξωτικό σαν δείλι,
αυτό που μού΄μεινε στερνά,
ήταν το σκούρο και πικρό,
στεγνό, στυγνό και σκοτεινό,
φτηνό του κατακάθι....
ήταν το σκούρο και πικρό,
στεγνό, στυγνό και σκοτεινό,
φτηνό του κατακάθι....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου