33 Ποιήματα -
Κείμενα - Εγκώμια
για το Πάσχα
και την Ανάσταση
Μαγδαληνή
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι
άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ' αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ' το Ναό στο λιμάνι
κι απ' την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του,
μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι' Αυτόν, θα 'ναι η αγάπη του που θα μ' εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».
**
Το πέρασμα σου / Κώστας Βάρναλης
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε·
σ’ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι ανθός για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμμένο αηδόνι κελαηδήσει,
ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ’ η καρδιά μας, όλ’ η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ’ η γιορτή κι η Πασκαλιά!…
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ’ έτσι λίγο να βαστάξει!
**
Το τροπάριο της Κασσιανής / Κωστής Παλαμάς,
Διασκευή βυζαντινού ύμνου
Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!
Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.
Οίστρος με σέρνει ακολασίας … Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.
Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.
Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.
Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.
Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε … Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.
Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.
**
Χριστός Ανέστη/ Στέλιος Σπεράντζας
Ορχήστρα εστήσανε γλυκές
καμπάνες μακρινές.
Θεού χαρά τέτοια γιορτή.
Μα κι όπως θέλεις πες τη.
Τις πασχαλιές φορέσετε
Φραγές μου ταπεινές.
Άσπρη η ψυχή μου σαν και σας
Με το «Χριστός Ανέστη»!
**
Στ᾽ Οσίου Λουκά το μοναστήρι / Άγγελος Σικελιανός,
Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη – έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!
Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα “Xριστός Aνέστη” μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: “Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!”
Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,
των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,
που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο
στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος
στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι
ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα
της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι
με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,
το χορευτή που τράνταζε τ’ αλώνι
του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,
που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι
της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!
Kαι τότε – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος –
απ’ το στασίδι πού ‘μουνα στημένος
ξαντίκρισα τη μάνα, απ’ το κεφάλι
πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει
σκυφτή και ν’ αγκαλιάσει το ποδάρι,
το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,
– έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
και να σύρει απ’ τα βάθη της καρδιάς της
ένα σκούξιμο: “Mάτια μου… Bαγγέλη!”
Kι ακόμα, – μάρτυράς μου νά ‘ναι ο στίχος,
ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν
από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν
τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο
μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν
μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου
κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,
ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…
**
Εσπερινός της αγάπης / Γιάννης Βαρβέρης
Η πόλη με οβελίες αλλού
γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;
**
Με γέλασαν τα πουλιά / Δημοτικό τραγούδι
«Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια
Με γέλασαν κι μου 'πανε, πως φέτος δεν πεθαίνω.
Φκιάχνω το σπίτι μου, ψηλά-ψηλά κι ανωγιασμένο
Κι ακόμα δεν το πόφκιαξα, βγαίνω στο παραθύρι
Βλέπω τον χάρο να 'ρχεται, στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος είν' μαύρα φορά, μαύρο κι τ' άλογο του.
Ζυγώνω κι τον αρωτώ, γλυκά τον κουβεντιάζω:
- Ασε με χάρε μ' άσε με, ακόμα για να ζήσω
Εχω γυναίκα κι πίδια, πού να τα παρατήσω
Το Σάββατο για να λουστώ, την Κυριακή ν' αλλάξω
και τη Δευτέρα το πρωί, θα έρθω μοναχός μου.
- Μένα μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
- Τάξε του χάρου τάξε του, μεταξωτό μαντίλι.
Για να μ' αφήνει να 'ρχομαι, πολλές φορές το χρόνο
Του Χριστού για κοινωνιά και του Βαγιού για βάγια
Και τη Λαμπρίτσα το πρωί, για το Χριστός Ανέστη».
**
Εαρινή Συμφωνία (απόσπασμα) / Γιάννης, Ρίτσος,
Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Ακου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ‘χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ‘τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;».
**
Επιτάφιος / Στέλιος Σπεράντσας
Νύχτα μυρωμένη
Μ' Απριλιού δροσούλα.
Το φτωχό εκκλησάκι
Λάμπει στην κορφούλα.
Μέσα ο Επιτάφιος
Του Χριστού και πλάι
ο παππάς σκυμμένος
ψαλμωδίες σκορπάει.
Λουλουδιών ολούθε
Μυρωδιά χυμένη.
Κι η μικρή καμπάνα
Θλιβερά σημαίνει.
Ήσυχος ο κάμπος
Κι όλη γύρω η φύση
Καρτεράει το ξύδι
Λες να προσκυνήσει.
Μα το θείο το ξύδι
Να, προβαίνει τώρα.
Από τα κεράκια
Λάμπει η κατηφόρα.
Και γλυκιές παιδούλες
Ψέλνουνε τριγύρα:
«Έρραναν τον τάφο
Μυροφόρες μύρα».
**
Η Λαμπρή / Στέλιος Σπεράντσας
Νάτην η λαμπρή με τα λουλούδια.
κόψετε παιδιά την πασχαλιά
κι όλα με χαρές και με τραγούδια
τρέξετε ν᾿ αλλάξωμε φιλιά.
Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα
και μοσχοβολούν οι εκκλησιές,
μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα,
τα φιλιά της άνοιξης δροσιές.
Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι
και τ᾿ αρνί μας ψήνεται σιγά.
Και με της Ανάστασης τη χάρη
φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾿ αυγά.
**
Μορτ σεζόν (Ι) / Τάκης Γραμμένος
[Από την ενότητα Μορτ σεζόν
(1972-1978)]
I
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ
το 'σκαγε και το τελευταίο τραμ
π' άφην' από ένα φανατικό κάθε φορά
μπρος από το μαγαζί
που 'χε δυο δάχτυλα σκόνη παντού.
Με μια γκαζόλαμπα στο παραμέσα
κι ένα πορτατίφ αδύνατο στο παραέξω, μ' εφημερίδα.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ.
Έμπαινε μέσα και καθόταν ένας άλλος
που 'σφιγγε δάχτυλα χοντρά με τέχνη
καθώς χτένιζαν
τα τελευταία φτερά του παγονιού
πάνω στο χρυσάφι.
Σήκωνε τότε το κεφάλι
με το δεξί το μάτι κατακόκκινο
πίσω απ' το φακό, σα να χυνόταν
όπως δυο δράμια λιωμένο χρυσάφι στο καλούπι.
Τα χρόνια εκείνα ήτανε όλο φαρμάκια.
Στις εκκλησιές των λεωφόρων με τα τραμ
και στις άλλες των συνοικιών
είχ' ένα φως κίτρινο μέρα νύχτα
σαν εκείνο που βγαίνει κατά τη δύση
ύστερ' από μεγάλη καλοκαιριάτικη βροχή.
Νωρίς τ' απόγεμα της Μεγάλης Παρασκευής
έβγαιν' ο Χριστός του Αγίου Μηνά στους δρόμους
ζωγραφισμένος πάνω σε πανί
για να τον κλάψουν οι επαγγελματίες.
Ο καημένος.
Τότε η μάνα μου μ' ανέβαζε
πάνω σε ξύλινο σκαμνί
φτιαγμένο πίσω απ' τα τείχη
με τους σταυρούς και με τα χρίσματα
κι έβλεπα την περιφορά καλύτερα
μπρος απ' το μαγαζί...
Σημείωση του ποιητή
Μορτ Σεζόν: έτσι άκουσα να λένε παλιοί της Θεσσαλονίκης την εποχή μετά τα
Χριστούγεννα που λιγόστευαν πολύ οι δουλειές.
**
Μοιρολόι της Παναγιάς / Δημοτικό
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουνε κι οι μετάνοιες,
το γιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τα ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι όταν της ηρθ’ ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κυρά μ’ ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει,
κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
**
Άσμα μικρό / Νίκος Καρούζος
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.
**
Το Πάσχα / Κατίνα Εκκεκάκη Μπουκιά
Ήρθε και φέτος η Λαμπρή,
των χριστιανών η μέρα η μεγάλη,
στη σούβλα σιγοψήνεται τ΄ αρνί,
Χριστός ανέστη κάθε στόμα ψάλλει.
Παντού μοσχοβολά η πασχαλιά
κι η άνοιξη με τα πολλά λουλούδια.
Τσουγκρίζουμε τα κόκκινα τ΄ αυγά
κι έχουν λαμπάδες όμορφες τα κοπελούδια.
Στις εκκλησιές μυρίζει το λιβάνι
κι η φύση ντύθηκε στα γιορτινά.
Πίστη να λάμπουνε τα μάτια κάνει
και τις καρδιές γεμίζει η χαρά.
Γλυκά σημαίνουν οι καμπάνες
κι οι χριστιανοί ένας τον άλλονε φιλούνε.
Μεγάλοι και μικροί, παιδιά και μάνες
του Θεανθρώπου την ανάσταση υμνούνε.
**
Ο βασιλιάς του πόνου / Ειρήνη Ουσταγιαννάκη Ταχατάκη
Κουράστηκες να βγεις στο Γολγοθά
με το βαρύ Σου το Σταυρό στον ώμο.
Με χλευασμούς, μαρτύρια τρομερά
ετράβηξες του Πάθους Σου το δρόμο.
Σα να γροικώ κτυπήματα φρικτά,
σα να θωρώ καρφιά να σε τρυπούνε.
Μα λέξη ή γογγυσμό χείλη σεμνά,
στους σταυρωτές δε βρήκανε να πούνε!
Τώρα Σε βλέπω πάνω στο Σταυρό,
περίλυπο χλωμό και πονεμένο.
Πικρό τ΄ Άγιο Σου στόμα και στεγνό,
τ΄ άσπιλο το κορμί Σου μαραμένο.
Το κάλλος Σου τ΄ ανέκφραστο θωρώ,
αγνώριστο μες στη βαθιά οδύνη.
Μα δείχνεις της ψυχής το θησαυρό
κι ως τη στερνή πνοή την καλωσύνη.
Τ΄ Άγιο Σου αίμα κόκκινο, καυτό
την κέρινη την όψη Σου χαράζει
το Σταυρικό Σου πάθος το βουβό,
το Θρόνο τ΄ ουρανού σου ετοιμάζει.
Ω Βασιλιά μου Συ των ουρανών,
Συ γίνηκες και βασιλιάς στον πόνο,
για να χαρίσεις βάλσαμο τρανό
σ΄ αυτούς που γράψανε της αδικίας το Νόμο.
Κι υπέφερες τα πάθη τα φρικτά
μ΄ υπομονή και πλέρια καρτερία
και χάρισες στον κόσμο Σου μ΄ αυτά
την πιο γλυκιά, τρανή παρηγορία
**
Το Όρος των Ελαιών / Γ. Θ. Βαφόπουλος
(Εις εμαυτόν)
Στης γήινής σου πορείας το τέρμα σαν εγγίσεις
και των βημάτων σου διακόψεις τη γραμμή,
την υψηλή κ' επίσημη τούτη στιγμή
σκέψου καλά το χρέος σου πόχεις να εξοφλήσεις.
Πρόσεξε στις αδυναμίες σου μην ενδώσεις,
που τις εκμεταλλεύτηκες τόσο πολύ.
Καιρό δεν έχεις πια για νέαν αναβολή.
Είναι η στιγμή που τον εαυτό σου θα δικαιώσεις.
Αν όμως σε λυγίσει κάποια αδυναμία,
όταν θα σέρνεσαι προς τη Γεθσημανή,
πρέπει πως λιποψύχησες να μη φανεί,
κάμνοντας την ανάγκη σου φιλοτιμία.
Όχι λυγμοί και «το ποτήριον παρελθέτω...»
Κι' ούτε να πεις: «Ηλί, λαμά σαβαχθανί;»
Μια φορά πάει κανείς στη Γεθσημανή.
Σαν τέλειος θεατρίνος το ποτήρι πιε το.
Μην κάμεις στα στερνά καμιάν απροσεξία
κι' αηδιάσεις με κανένα μορφασμό.
Αν δεν παίξεις με τέχνη και θεατρινισμό,
χάνεις στερνά μαζί και την ευθανασία.
**
Το περιβόλι του Χάρου / Δημοτικό της Ζακύνθου
«Ο Χάρος εβουλήθηκε να κάμη περιβόλι,
Βάνει ταις νιαίς για τα δεντρά, τους νιούς για κυπαρίσσια
Βάνει και τα μικρά παιδιά για ταις γλυκομηλίτσαις.
Θεέ και να με βάνανε πραγματευτή ςτον άδη,
Να βάσταα ςτο κεφάλι μου κανίστραις με στολίδια,
Να βάσταα και ςτον ώμο μου παλληκαριών αρκιμπούζα,
Να βάσταα και ςτην ζώνη μου γερόντων κλαδευτήρια,
Να βάσταα και ςταις μπούρσαις μου μικρών παιδιών κουλούρια,
Νάρχοντ' οι νιοί για τ' άρματα κ' η νιαίς για τα στολίδια.
Νάρχονται και οι προεστοί να πέρνουν κλαδευτήρια,
Και τα μικρά παιδόπουλα να πέρνουν τα κουλούρια.
Παρακαλώ σε Παναγιά, και προσκυνώ σε πόλι,
Να μου δοθούνε τα κλειδιά, να μπω στο περιβόλι.
Παρασκευή τα ζήτησα, Σαββάτο μου τα δώσαν,
Την Κυριακήν ανήμερα άνοιξα, μπήκα μέσα.
Βλέπω ταις νιαίς χορεύουνε, τους νιούς και τραγουδούνε,
Βλέπω τα συμπαλλήκαρα κ' επαίζανε τσικμάδαις,
Βλέπω ταις νιαίς κ' εστρώνανε τα ξήστρωτα κρεββάτια,
Για νάρτ' ο νιος να κοιμηθή, πώρχετ' αποσταμμένος
Μεταξωτά παπλώματα και ρένσινα σεντόνια».
**
Μοναξιά / Μανόλης Ξεξάκης
Στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής
σε λησμόνησα μοναξιά μου·
στις δάφνες της Ανάστασης τις ξέρες
θρυψαλιαζόσουν και σε θυμήθηκα.
Έκοψα στα δύο την αυλαία του Πάσχα
την εικόνα σου την πέταξα στη λάσπη
εκεί δίπλα στη χαίνουσα πληγή του λατομείου
που εργάτες σπάζουνε πέτρες
για τους καινούριους Μπαμπ Ιλλί
κι ανταμώθηκε με κολλήγους
την ώρα τη δίκαιη του μεσημεριού
π’ ανοίγουνε το τυρόψωμο,
με ιδέες για να ξεχάσω ιδέες
με γυναίκες ανταμώθηκα
για να ξεχάσω γυναίκες.
Μοναξιά μου απόψε μόνη εσύ στο δρόμο βγήκες.
Στις εσχατιές του κόσμου εμένα ζητάς.
Οδηγείς τους ιχνηλάτες σου
στην καλύβα του ξυλοκόπου
μέσα στο δάσος που ουρλιάζουν τα τσακάλια
κι εγώ ξενυχτώ το φθινόπωρο
τη Δευτέρα που κρύβει την Τρίτη
το Σεπτέμβρη τον Οκτώβρη
τα Χριστούγεννα που δεν είναι δικά μου.
**
Η ημέρα της Λαμπρής
Διονύσιος Σολωμός
1.
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
Της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
Σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
Τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη∙
Και από 'κει κινημένο αργοφυσούσε
Τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
Που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
2.
Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
Όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε∙
Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
Με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε∙
Ανοίξτε αγκαλιές ειρηνοφόρες
Ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε∙
Φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
Πέστε: Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.
3.
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι.
Και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες∙
Γλυκόφωνα κοιτώντας τες ζωγραφι-
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες∙
Λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι,
Από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες∙
Κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' αγιοκέρι,
Οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.
XXII.
Βγαίνει, γιατί στα σωθικά του ανάφτει,
Και για πρώτο απαντά τον νεκροθάφτη.
XXIII.
Κανείς δεν του μιλεί, και δεν του δίνει
Το φιλί το γλυκό που φέρνει ειρήνη.
XXIV.
Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
Ν' αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.
**
Η βδομάδα των Παθών / Δημοτικό
της Κεφαλλονιάς
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μέρα.
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση.
Μεγάλη Τετάρτη, μεγάλο σκοτάδι.
Μεγάλη Πέμπτη, δάκρυο πέφτει.
Μεγάλη Παρασκευή, θλίψη πολλή.
Μεγάλο Σαββάτο, χαρές γιομάτο.
Μεγάλη Λαμπρή, αβγό κι αρνί
**
Πασχαλιάτικη Χαρά / Ρένα Καρθαίου
Κόκκινο μεγάλο αυγό
έπεσε απ΄τον ουρανό
κι ως το χώμα κάτω αγγίζει
τσακ, το τσόφλι του τσακίζει
και ξεχύνονται από μέσα
σαν μπαλίτσες με φτερά
κιτρινούλικα πουλάκια
πασχαλιάτικη χαρά
και τσίου-τσίου λεπτές φωνούλες μας μηνούνε:
“Χριστιανοί αναστήθηκε ο Χριστός μας κι έχει η άνοιξη φανεί”
**
Έξοδος/ Τάσος Λειβαδίτης
Η τελετή γινόταν στη μεγάλη σάλα,
μόλις μ’ είχαν ξεκρεμάσει απ’ το ηλιοβασίλεμα, με τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, μα οι
πληγές φάνηκαν στον τοίχο, το πλήθος συνωστίζονταν στις σκάλες, ζητούσε ν’
αναστηθώ, μα εγώ έπρεπε να μείνω αγνός από θαύματα, και κρυβόμουν πίσω απ’ τα
παλτά των ξένων στο διάδρομο, τρώγοντας τα φύλλα από παλιά ημερολόγια, το
ξημέρωμα ήταν ωχρό πίσω απ’ τις μπουκάλες, βγήκα στο δρόμο και γονάτισα στον
πρώτο περαστικό, «γιατί το ‘κανες;» με ρωτούσε ο Θεός, είναι ο καιρός της
βασιλείας μου, Κύριε, πώς ν’ αρνηθώ;» και τότε ο Θεός μου ‘βαλε στο χέρι αυτό
το κλειδί, έτσι μπορώ τώρα ν’ ακούω ήρεμος το ανελέητο βήμα πίσω απ’ τον τοίχο,
αθέατος μέσα σε όποια θεία εικόνα. Ήμουν τόσο μονάχος, που τα σκυλιά που με
γάβγισαν στο δρόμο ανέβαιναν τώρα μαζί μου στον ουρανό.
**
Το
Πάσχα των Πιστών / Νίκος Καρούζος
“Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν
της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν….
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και
διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει
μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα
ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον
ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα
του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να
έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου
μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να
υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο
της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και
το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά
μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.”
**
Πριν την Ανάσταση (απόσπασμα) / Ζωή Καρέλλη,
«Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
δεν ανοίγουν τα μάτια.
Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
με τις πρώτες καμπάνες.
Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
ώσπου πια καθόλου… Είναι δυνατόν,
τίποτα να μην απομένει
απ’ την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
Ανάσταση περίμενα απ’ τις φτωχές μου
αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ’ άλλο,
τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
την αμαρτία μου.
Πόσο ήταν ωραία, τότε…
Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
μιλούσαν οι άνθρωποι.
Η ορθοδοξία
αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
νάρθει της χαρούμενης μέρας,
έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.
…
**
Άνοιξη / Ρίτα Μπουμη – Παππά
«Ερχεται απ’ το νοτιά με την καλοκαιριά
μπρος έστειλε τα χελιδόνια
να ψαλλιδίσουν κάθε δισταγμό
πίσω σέρνει τις μέλισσες,
τυφλές από το πάθος να τα δίνουν όλα
τ’ άνθια κροτούν στα δάχτυλα των δέντρων
γι’ αυτό σήκωσαν σήμερα σημαία στο κάστρο
καί λύθηκαν τα σήμαντρα της πόλης.
…
Πάσχα, μητέρα Πάσχα!
Σφάξε το ζαρκάδι – δε θα κλάψω!».
**
Του Λαζάρου / Δημοτικό
Εβγάτε σας παρακαλούμε
να σας διηγηθούμε
τι γίνεται σήμερον στη Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία
με κλάδους με βάϊα
κλαίει Μάρθα και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφόν της
τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε
τον μοιρολογούν και κλαίνε.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει
Τότε εβγήκεν η Μαρία
έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γόνυ κλεί
και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου
δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου
μα και πάλιν εγώ πιστεύω
και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγω, πίστευε Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
Παρευθύς επήγασι
και τον τάφον του εδείξασι.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει.
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο,
Λάζαρο θεν να σου πάρω!
-Δεύρο έξω Λάζαρέ μου
φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη
ανεστήθη κι εσηκώθη
ζωντανός, σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε Μάρθα και Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία
μαθηταί και αποστόλοι
εκεί ευρεθήκαν όλοι.
Τότε τον Θεόν δοξάζουν
και τον Λάζαρο εξετάζουν.
-Πες μας, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδην απού πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων
και μην μ’ ερωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθομε
με υγείαν να σας βρούμε το Λάζαρο να πούμε.
**
Ανάσταση / Τάσος Λειβαδίτης
Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες
στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι
Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους
απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’
αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο
μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να
πιω ένα ποτήρι μαζί του, έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα
δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η
πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα
τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν»
είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα
συναντούσαν στο δρόμο.
**
Τα ρουσάλια / Κάλαντα του Πάσχα / Αγρίνιο
Καλώς σ’ έβραμε αφέντη, άρχοντά μου και λεβέντη
Να στα πούμε τα Ρουσάλια, πέστε τα ρε παλικάρια
Να στα πούμε σένα πρώτα, που σε βρήκαμε στην πόρτα
Και ξιστέρου της κυράς μας και της ρουσοπέρδικάς μας
Κάτω σ’ ένα περιβόλι, δάφνη και μηλιά μαλώνει
Δάφνης πήρα εγώ κλωνάρι, να με πάρει το ποτάμι
Να με πάει δύση-δύση, κάτω στη γιαλέρνια βρύση
Όπου πλένουν οβριοπούλες, καματίζουν τουρκοπούλες
Βάλε το δεξί σου χέρι, μες στην αργυρή σου τσέπη
Βγάλε το εικοσιπεντάρι, δος το του σαχανατάρη
Να σας πούμε Χριστός Ανέστη, που ετάφη και ανέστη.
**
Πάσχα 1987 / Νίκος Καρούζος
Λαμπρύνομαι ως άτομο μα όχι
στην ολότητα· η λάμψη
όμως
εκπηγάζει από κείνη των ψυχών
τη σύναξη
που διαφεντεύει γαλαζοπράσινο.
Αποφεύγω τα μηνύματα
κι αποφεύγω τ᾽ αυτοκίνητα.
Είμαι διαβάτης· επιβάλλομαι
στην κίνηση.
**
Μια εικόνα Παναγιάς κι
ο Ιησούς /
Κώστας Μόντης
Απ᾽ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε
απ᾽ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.
**
Τα
εγκώμια / Επιτάφιος Θρήνος / 3 Στάσεις
Η ζωή εν τάφω (Στάση
Πρώτη)
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
Η ζωή πως θνήσκεις;
πώς και τάφω οικείς;
του θανάτου το βασίλειον λύεις δε
και του Άδου τους νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
και τιμώμεν την ταφήν και τα πάθη σου,
δι' ων έσωσας ημάς εκ της φθοράς.
Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού Παμβασιλεύ, τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τους θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ του παντός,
τι ζητών τοις εν τω άδη ελήλυθας;
ή το γένος απολύσαι των βροτών.
Ο Δεσπότης πάντων
καθοράται νεκρός,
και εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών.
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης, Χριστέ,
και θανάτω σου τον θάνατον ώλεσας
και επήγασας τω κόσμω την ζωήν.
Μετά των κακούργων
ως κακούργος, Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας του αρχαίου Πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει
παρά πάντας βροτούς
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο την φύσιν ωραΐσας του παντός.
Άδης πως υποίσει
παρουσίαν την σήν,
και μη θάττον συντριβείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη τυφλωθείς;
Ιησού, γλυκύ μοι
και σωτήριον φως,
τάφω πως εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ω αφάτου και αρρήτου ανοχής!
Απορεί και φύσις,
νοερά και πληθύς,
η ασώματος, Χριστέ, το μυστήριον
της αφράστου και αρρήτου σου ταφής.
Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί του Ιωσήφ.
Και εν τάφω έδυς,
και των κόλπων, Χριστέ,
των πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας
τούτο ξένον και παράδοξον ομού.
Αληθής και πόλου
και της γης Βασιλεύς,
ει και τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει, Ιησού.
Σου τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τα του Άδου εσαλεύθη θεμέλια,
και μνημεία ηνεώχθη των βροτών.
Ο την γην κατέχων,
τη δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό της γης νυν συνέχεται,
τους νεκρούς λυτρών της Άδου συνοχής.
Εκ φθοράς ανέβη
η ζωή μου ευθύς,
Σου θανέντος και τω Άδη φοιτήσαντος,
Ιησού μου, του θανάτου συντριβή.
Ως φωτός λυχνία
νυν η σάρξ του Θεού,
υπό γην ως υπό μόδιον κρύπτεται,
και διώκει τον εν Άδη σκοτασμόν.
Νοερών συντρέχει
στρατιών η πληθύς,
Ιωσήφ και Νικοδήμω συστείλαί σε,
τον αχώρητον, εν μνήματι σμικρώ.
Νεκρωθείς βουλήσει
και τεθείς υπό γήν,
ζωοβρύτα Ιησού μου, εζώωσας
νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.
Ηλλοιούτο πάσα,
Ιησού, εν τω σώ
εκουσίω πάθει κτίσις, ως Λόγον Σε,
εγνωκυία εαυτής συνεκτικόν.
Της ζωής την πέτραν
ως βροτόν, Ιησου,
ο παμφάγος Σε φαγών Άδης ήμεσεν,
εξ αιώνος ους κατέπιε νεκρούς.
Εν καινώ μνημείω
κατετέθης, Χριστέ,
και την φύσιν των βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ των νεκρών.
Επί γης κατήλθες
ίνα σώσης Αδάμ
και εν γη μη ευρηκώς τούτον, Δέσποτα,
μέχρις Άδου κατελήλυθας ζητών.
Συγκλονείται φόβω
πάσα, Λόγε, η γη
και Φωσφόρος τας ακτίνας απέκρυψε,
του μεγίστου γη κρυβέντος σου φωτός.
Ως βροτός μεν θνήσεις,
εκουσίως, Σωτήρ,
ως Θεός δε τους θνητούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων και βυθού αμαρτιών.
Δακρυρρόους θρήνους
επί σε η Αγνή
μητρικώς, ω Ιησού, επιρραίνουσα,
ανεβόα πως κηδεύσω σε, Υιέ;
Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γης,
τον πολύχουν απεδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τους βροτούς τους εξ Αδάμ.
Υπό γην εκρύβης
ώσπερ Ήλιος νυν,
και νυκτί τη του θανάτου κεκάλυψαι
αλλ' ανάτειλον φαιδρότερον, Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον
η σελήνη, Σωτήρ,
αποκρύπτει, και Σε τάφος νυν έκρυψεν,
εκλιπόντα τω θανάτω σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου
γευσαμένη, Χριστός,
εκ θανάτου τους βροτούς ηλευθέρωσε,
και δωρείται πάση κτίσει την ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι
τον Αδάμ φθονερώς
επανάγεις προς ζωήν τη νεκρώσει Σου,
νέος, Σώτερ, εν σαρκί φανείς Αδάμ.
Νοεραί σε τάξεις,
ηπλωμένον νεκρόν
καθορώσαι δι' ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταις πτέρυξι, Σωτήρ.
Καθελών σε, Λόγε,
απο ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νυν κατέθετο.
Αλλ' ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.
Των αγγέλων, Σώτερ,
χαρμονή πεφυκώς
νυν και λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,
καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.
Υψωθείς εν ξύλω
και τους ζώντας βροτούς
συνοψοίς υπό την γήν δε γενόμενος,
τους κειμένους υπ' αυτήν εξανιστάς.
Ώσπερ λέων, Σώτερ,
αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος το γήρας της σαρκός.
Την πλευράς ενύγης
ο πλευράν ειληφώς
του Αδάμ, εξ ής την Εύαν διέπλασας,
και εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.
Εν κρυπτώ μεν πάλαι
έθυον τον Αμνόν
σύ δ' υπαίθριος τυθείς, Ανεξίκακε,
πάσαν κτίσιν απεκάθηρας, Σωτήρ.
Τις εξείποι τρόπον,
φρικτόν! όντως καινόν;
ο δεσπόζων γαρ της κτίσεως σήμερον,
πάθος δέχεται και θνήσκει δι' ημάς.
Ο ζωής ταμίας
πως οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι άγγελοι έκραζον
πως δ' εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου, Σώτερ,
εκ πλευράς σου ζωήν
τη ζωή, την εκ ζωής εξωσάση με
επιστάζεις και ζωοίς με σύν αυτή.
Απλωθείς εν ξύλω
συνηγάγου βροτούς
την πλευράν σου δε νυγείς την ζωήρρυτον,
πάσιν άφεσιν πηγάζεις, Ιησού.
Ο ευσχήμων, Σώτερ,
σχηματίζει φρικτώς,
και κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως Σε,
και θαμβείταί σου το σχήμα το φρικτόν.
Υπό γην βουλήσει,
κατελθών ως θνητός,
επανάγεις απο γης προς ουράνια
τους εκείθεν πεπτωκότας, Ιησού.
Καν νεκρός ωράθης,
αλλά ζων ως Θεός,
νεκρωθέντας τους βροτούς ανεζώωσας,
τον εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ω χαράς εκείνης!
ω πολλής ηδονής!
Ιησού, ης τους εν Άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φως αστράψας ζοφεροίς.
Προσκυνώ το πάθος,
ανυμνώ την ταφήν
μεγαλύνω σου το κράτος, φιλάνθρωπε,
δι' ων λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Κατά σου ρομφαία
εστιλβούτο, Χριστέ,
και ρομφαία ισχυρού μεν αμβλύνεται,
η ρομφαία δε τροπούται της Εδέμ.
Η αμνάς τον άρνα,
καθορώσα νεκρόν,
ταις αικίσι βαλλομένη ωλόλυζε
συγκινούσα και το ποίμνιον βοάν.
Καν ενθάπτη τάφω
καν εις Άδου μολή,
αλλά, Σώτερ, και τους τάφους εκένωσας
και τον Άδην απεγύμνωσας, Χριστέ.
Εκουσίως, Σώτερ,
κατελθών υπό γήν,
νεκρωθέντας τους βρούς ανεζώωσας
και ανήγαγες εν δόξη πατρική
Της Τριάδος πάθος
υπομένει, ο Είς,
επονείδιστον, αμνός ιλαστήριος
φρίξον ήλιος, και τρόμαξον η γη.
Ως πικράς εκ κρήνης,
της Ιούδα φυλής,
οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο,
τον τροφέα μανναδότην Ιησούν.
Ο Κριτής εις δίκην
προ αδίκου κριτού,
και παρίστατο και θάνατον άδικον
κατεκρίθη διά ξύλου σταυρικού.
Μιαιφόνον έθνος,
αλαζών Ισραήλ,
τι παθών τον Βαραββάν ηλευθέρωσας;
τον Σωτήρα δε παρέδωκας σταυρώ;
Ο χειρί σου πλάσας
τον Αδάμ εκ της γής,
δι' αυτόν τη φύσει γέγονας άνθρωπος,
και εσταύρωσαι βουλήματι τω σω
Υπακούσας, Λόγε,
τω ιδίω Πατρί,
μέχρις Άδου του δεινού καταβέβηκας
και ανέστησας το γένος των βροτών.
Οίμοι, φώς του κόσμου!
οίμοι φως, το εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,
η Παρθένος, θρηνωδούσα γοερώς.
Φθονερέ, ελάστορ,
φόνου πλήρης λαέ,
καν σινδόνας και αυτό το σουδάριον
ουκ αισχύνη, αναστάντος του Χριστού!
Δολοφόνε, δεύρο,
μιαρέ μαθητά,
και τον τρόπον της κακίας σου δείξον μοι,
δι' όν γέγονας προδότης του Χριστού.
Ως φιλάνθρωπός τις
υποκρίνη, μωρέ
και τυφλέ, πανωλεθρότατε άσπονδε,
ο το μύρον πεπρακώς διά τιμής.
Ουρανίου μύρου
ποίαν έσχες τιμήν;
του τιμίου τι εδέξω αντάξιον
λύσσαν εύρες, καταρώτατε Σατάν.
Ει λυπή το μύρον
και φιλόπτωχος εί,
εις εξίλασμα ψυχής νυν χεόμενον,
πως χρυσώ απεμπολείς τον φωταυγή;
Ώ Θεέ και Λόγε,
ω χαρά η εμή
πως ενέγκω σου ταφήν την τριήμερον;
νυν σπαράττομαι τα σπλάγχνα μητρικώς.
Τίς μοι δώσει ύδωρ
και δακρύων πηγάς,
η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν;
Ώ βουνοί και νάπται
και ανθρώπων πληθύς,
οίμοι! κλαύσατε και πάντα θρηνήσατε
συν εμοί τη του Θεού ημών Μητρί.
Πότε ίδω, Σώτερ,
σε το άχρονον φως,
την χαράν και ηδονήν της καρδίας μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς,
Καν ως πέτρα, Σώτερ,
η ακρότομος σύ,
κατεδέξω την τομήν, αλλ' επήγασας,
ζων το ρείθρον, ως πηγή ων της ζωής.
Ως μιας εκ κρήνης,
τον διπλούν ποταμόν,
της πλευράς σου, προχεούσης αρδόμενοι,
την αθάνατον καρπούμεθα Ζωήν.
Θέλων ώφθης, Λόγε,
εν τω τάφω νεκρός,
αλλά ζής και τους βροτούς,ως προείρηται
τη εγέρσει σου, Σωτήρ μου, ανιστάς.
Ανυμνούμεν, Λόγε,
σε των πάντων Θεόν,
τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι,
και δοξάζομεν την θείαν σου ταφήν.
Μακαρίζομέν σε,
Θεοτόκε Αγνή,
και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον
του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω,
κατετέθης, Χριστέ,
και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.
**
Άξιον εστί (Στάση Δεύτερη)
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην,
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην•
τοις σοις γαρ παθήμασιν, έχομεν
την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς.
Έφριξεν η γη,
και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φέγγους, Χριστέ,
δύναντος εν τάφω σωματικώς.
Ύπνωσας, Χριστέ,
τον φυσίζωον ύπνον εν τάφω
και βαρέος ύπνου εξήγειρας
του της αμαρτίας το των ανθρώπων γένος.
Μόνη γυναικών
χωρίς πόνον έτεκόν σε, τέκνον,
πόνους δε νυν φέρω πάθει τω σω
αφορήτους, έλεγεν η σεμνή.
Άνω σε, Σωτήρ,
αχωρίστως τω Πατρί συνόντα,
κάτω δε νεκρόν ηπλωμένον γη
φρίττουσιν ορώντα τα Σεραφείμ.
Ρήγνυται ναού
καταπέτασμα τη ση σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστήρες, Λόγε, το φως
σου κρυβέντος, Ήλιε, υπό γην.
Γης ο κατ' αρχάς
μόνω νεύματι πήξας τον γύρον,
άπνους ως βροτός καθυπέδυ γην•
φρίξον τω θεάματι, ουρανέ.
Έδυς υπό γην
ο τον άνθρωπον χειρί σου πλάσας
ιν' εξαναστήσης του πτώματος
των βροτών τα στίφη πανσθενεστάτω κράτει.
Θρήνον ιερόν
δεύτε άσωμεν Χριστώ θανόντι,
ως αι μυροφόροι γυναίκες πριν
ίνα και το χαίρε ακουσώμεθα συν αυταίς.
Μύρον αληθώς
συ ακένωτον υπάρχεις, Λόγε•
όθεν σοι και μύρα προσέφερον
ως νεκρώ τω ζώντι γυναίκες μυροφόροι.
Άδου μεν ταφείς
τα βασίλεια, Χριστέ, συντρίβεις,
θάνατον θανάτω δε θανατοίς
και φθοράς λυτρούσαι τους γηγενείς.
Ρείθρα της ζωής
η προχέουσα Θεού σοφία
τάφον υπεισδύσα ζωοποιεί
τους εν τοις αδύτοις Άδου μυχοίς.
Ίνα των βροτών
καινουργήσω συντριβείσαν φύσιν,
πέπληγμαι θανάτω θελών σαρκί,
Μήτερ ουν μη κόπτου τοις οδυρμοίς.
Έδυς υπό γην
ο φωσφόρος της δικαιοσύνης
και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν το εν τω άδη σκότος.
Κόκκος διφυής
ο φυσίζωος εν γης λαγόσι
σπείρεται, συν δάκρυσι σήμερον,
αλλ' αναβλαστήσας κόσμον χαροποιήσει.
Έπτηξεν Αδάμ
Θεού βαίνοντος εν Παραδείσω,
χαίρει δε προς άδην φοιτήσαντος,
πεπτωκός το πρώην και νυν εγηγερμένος.
Σπένδει σοι χοάς
η τεκούσα σε, Χριστέ, δακρύων,
σαρκικώς κατατεθέντι εν μνήματι,
εκβοώσα• Τέκνον ανάστα, ως προέφης.
Τάφω Ιωσήφ
ευλαβώς σε τω καινώ συγκρύπτων,
ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς
τοις συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι, Σωτήρ.
Ήλοις σε σταυρώ
πεπαρμένον η ση μήτηρ, Λόγε
βλέψασα, τοις ήλοις λύπης πικράς
βέβληται και βέλεσι την ψυχήν.
Σε τον του παντός
γλυκασμόν η μήτηρ καθορώσα
πόμα ποτιζόμενον το πικρόν,
δάκρυσι τας όψεις βρέχει πικρώς.
Τέτρωμαι δεινώς
και σπαράττομαι τα σπλάχνα, Λόγε,
βλέπουσα την άδικον σου σφαγήν•
έλεγεν η πάναγνος εν κλαυθμώ.
Όμμα το γλυκύ
και τα χείλη σου πως μύσω, Λόγε;
πως νεκροπρεπώς δε κηδεύσω Σε;
φρίττων ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύμνους Ιωσήφ
και Νικόδημος επιταφίους
άδουσι Χριστώ νεκρωθέντι νυν•
άδει δε συν τούτους και Σεραφείμ.
Δύνεις υπό γην,
Σώτερ, ήλιε δικαιοσύνης•
όθεν η τεκούσα σελήνη σε ταις
λύπαις εκλείπει, της θέας στερουμένη.
Έφριξεν ορών,
Σώτερ, Άδης σε τον ζωοδότην
πλούτον τον εκείνου σκυλεύοντα
και τους απ' αιώνος νεκρούς εξανιστώντα.
Ήλιος φαιδρόν
απαστράπτει μετά νύκτα, Λόγε,
και συ δ' αναστάς εξαστράψειας
μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.
Γη σε, πλαστουργέ,
υπό κόλπους δεξαμενή,
τρόμω συσχεθείσα, Σώτερ, τινάσσεται,
αφυπνώσασα νεκρούς τω τιναγμώ.
Μύροις σε, Χριστέ,
ο Νικόδημος και ο ευσχήμων
νυν καινοπρεπώς περιστείλαντες,
Φρίξον, ανεβόων, πάσα η γη!
Έδυς, φωτουργέ,
και συνέδυ σοι το φως ηλίου•
τρόμω δε η κτίσις συνέχεται,
πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Λίθος λαξευτός
τον ακρόγωνον καλύπτει λίθον•
άνθρωπος θνητός δ' ως θνητόν Θεόν
κρύπτει νυν τω τάφω• φρίξον η γη!
Ίδε μαθητήν,
ον ηγάπησας και σην μητέρα,
τέκνον, και φθογγήν δος, γλυκύτατον,
έκραζε δακρύουσα η Αγνή.
Συ ως ων ζωής
χορηγός, Λόγε, τους Ιουδαίους
εν σταυρώ ταθείς ουκ ενέκρωσας,
αλλ' ανέστησας και τούτων τους νεκρούς.
Κάλλος, Λόγε, πριν,
ουδέ είδος εν τω πάσχειν έσχες,
αλλ' εξαναστάς υπερέλαμψας,
καλλωπίσας τους βροτούς θείαις αυγαίς.
Έδυς τη σαρκί
ο ανέσπερος εις γην φωσφόρος•
και μη φέρων βλέπειν ο ήλιος
εσκοτίσθη μεσημβρίας εν ακμή.
Ήλιος ομού
και σελήνη σκοτισθέντες, Σώτερ,
δούλους ευνοούντας εικόνιζον,
οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.
Οίδε σε Θεόν
Εκατόνταρχος, καν ενεκρώθεις•
πως σε ουν, Θεέ μου, ψαύσω χερσί;
φρίττω, ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύπνωσεν Αδάμ,
αλλά θάνατον πλευράς εξάγει•
συ δε νυν υπνώσας, Λόγε Θεού,
βρύεις εκ πλευράς σου κόσμω ζωήν.
Ύπνωσας μικρόν
και εζώωσας τους τεθνεώτας
και εξαναστάς εξανέστησας
τους υπνούντας εξ αιώνων Αγαθέ.
Ήρθης από γης,
αλλ' ανέβλυσας της σωτηρίας
σου τον οίνον, ζωήρυττε άμπελε.
Δοξάζω σου το πάθος και τον σταυρόν.
Πως οι νοεροί
ταγματάρχαι σε, Σωτήρ, ορώντες
γυμνόν, ημαγμένον, κατάκριτον,
έφερον την τόλμην των σταυρωτών;
Αραβιανόν,
σκολιώτατον γένος Εβραίων,
έγνως την ανέγερσιν του ναού•
δια τι κατέκρινας τον Χριστόν!
Χλαίναν εμπαιγμού
τον κοσμήτορα πάντων ενδύεις,
ος τον ουρανόν κατηστέρωσε
και την γην εκόσμησε θαυμαστώς.
Ώσπερ πελεκάν,
τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε,
σους θανόντας παίδας εζώωσας,
επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς.
Ήλιον το πριν
Ιησούς τους αλλοφύλους κόπτων
έστησεν• αυτόν δε απέκρυψας,
καταβάλλων τον του σκότους αρχηγόν.
Κόλπων πατρικών
ανεκφοίτητος μείνας, οικτίρμον,
και βροτός γενέσθαι ευδόκησας
και εις άδην καταβέβηκας, Χριστέ.
Ήρθη σταυρωθείς
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας
και ως άπνους εν αυτή νυν προσκλίνεται,
ο μη φέρουσα εσείετο δεινώς.
Οίμοι, ω Υιέ!
η απείρανδρος θρηνεί και λέγει•
ον ως βασιλέα γαρ ήλπιζον,
κατάκριτον νυν βλέπω εν σταυρώ.
Ταύτα Γαβριήλ
μοι απήγγειλεν, ότε κατέπτη,
ος την βασιλείαν αιώνιον
έφη του Υιού μου του Ιησού.
Φευ! του Συμεών
εκτετέλεσται η προφητεία•
η γαρ ση ρομφαία διέδραμε
την εμήν καρδίαν Εμμανουήλ.
Καν τους εκ νεκρών
επαισχύνθητε, ω Ιουδαίοι,
ους ο ζωοδότης ανέστησεν,
ον υμείς εκτείνατε φθονερώς.
Έφριξεν ιδών
το αόρατον φως, σε Χριστέ μου,
μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε,
και εσκότασεν ο ήλιος το φως
Έκλαιε πικρώς
η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε,
ότε εν τω τάφω εώρακε
σε τον άφραστον και άναρχον Θεόν.
Νέκρωσιν την σην
η πανάφθορος, Χριστέ, σου μήτηρ
βλέπουσα, πικρώς σοι εφθέγγετο•
Μη βραδύνης, η ζωή, εν τοις νεκροίς.
Άδης ο δεινός
συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν,
ήλιε της δόξης αθάνατε,
και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή.
Μέγα και φρικτόν,
Σώτερ, θέαμα νυν καθοράται!
ο ζωής γαρ πέλων παραίτιος
θάνατον υπέστη, ζωώσαι θέλων πάντας.
Νύττη την πλευράν
και ηλούσαι, δέσποτα, τας χείρας,
πληγήν εκ πλευράς σου ιώμενος
και την ακρασίαν χειρών των προπατόρων.
Πριν τον της Ραχήλ
υιόν έκλαυσεν άπας κατ' οίκον•
νυν τον της Παρθένου εκόψατο
μαθητών χορεία συν τη Μητρί.
Ράπισμα χειρών
Χριστού δέδωκαν εν σιαγόνι,
του χειρί τον άνθρωπον πλάσαντος
και τας μύλας θλάσαντος του θηρός.
Ύμνοις σου, Χριστέ,
νυν την σταύρωσιν και την ταφήν τε
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν,
οι θανάτου λυτρωθέντες ση ταφή.
Δόξα Πατρί
Άναρχε Θεέ,
συναΐδιε Λόγε και Πνεύμα,
σκήπτρα των ανάκτων κραταίωσον
κατά πολεμίων, ως αγαθός.
Και νυν
Τέξασα ζωήν,
παναμώμητε αγνή Παρθένε,
παύσον Εκκλησίας τα σκάνδαλα
και βράβευσον ειρήνην, ως αγαθή.
Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον ζωοδότην
τον εν τω σταυρώ τας χείρας εκτείναντα
και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
**
Αι γενεαί πάσαι ( Στάση
Τρίτη )
Αι γενεαί πάσαι,
ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου
ο Αριμαθαίας
εν τάφω σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον
μύρα σοι, Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις
ύμνους εξοδίους
προσοίσωμεν τω Κτίστη.
Ως νεκρός τον ζώντα
συν μυροφόροις πάντες
μυρίσωμεν εμφρόνως.
Ιωσήφ τρισμάκαρ,
κήδευσον το σώμα
του Χριστού του ζωοδότου.
Ους έθρεψε το μάννα,
εκίνησαν την πτέρναν
κατά του ευεργέτου.
Ους έθρεψε τω μάννα,
φέρουσι τω Σωτήρι
χολήν άμα και όξος.
Ω της παραφροσύνης
και της χριστοκτονίας
της των προφητοκτόνων!
Ως άφρων υπηρέτης
προδέδωκεν ο μύστης
την άβυσσον σοφίας.
Τον ρύστην ο πωλήσας
αιχμάλωτος κατέστη,
ο δόλιος Ιούδας.
Κατά τον Σολομώντα,
βόθρος βαθύς το στόμα
Εβραίων παρανόμων.
Εβραίων παρανόμων
εν σκολιαίς πορείαις
τρίβολοι και παγίδες.
Ιωσήφ κηδεύει
συν τω Νικοδήμω
νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ζωοδότα Σώτερ,
δόξα σου τω κράτει,
τον Άδην καθελόντι.
Ύπτιον ορώσα
η πάναγνός σε, Λόγε,
μητροπρεπώς εθρήνει.
Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει
η πάναγνός σου μήτηρ,
σου Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια συν μύροις
ήκουσι μυρίσαι
Χριστόν το θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω
συ θανατοίς, Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου.
Προς τον πυθμένα Άδου
κατήχθη ο προδότης,
διαφθοράς εις φρέαρ.
Τρίβολοι και παγίδες
οδοί του τρισαθλίου
παράφρονος Ιούδα.
Συναπολούνται πάντες
οι σταυρωταί σου, Λόγε,
Υιέ Θεού παντάναξ.
Διαφθοράς εις φρέαρ
συναπολούνται πάντες
οι άνδρες των αιμάτων.
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου, πλαστουργέ μου,
πως πάθος κατεδέξω;
Η δάμαλις τον μόσχον
εν ξύλω κρεμασθέντα
ηλάλαζεν ορώσα.
Σώμα το ζωηφόρον
ο Ιωσήφ κηδεύει
μετά του Νικοδήμου.
Ανέκραζεν η κόρη
θερμώς δακρυρροούσα,
τα σπλάχνα κεντουμένη.
Ω φως των οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
πως τάφω νυν καλύπτη;
Τον Αδάμ και Εύαν
ελευθερώσαι Μήτερ,
μη θρήνει, ταύτα πάσχω.
Δοξάζω σου, Υιέ μου,
την άκραν ευσπλαγχνίαν,
ής χάριν ταύτα πάσχεις.
Όξος εποτίσθης
και χολήν, οικτίρμον,
την πάλαι λύων γεύσιν.
Ικρίω προσεπάγης
ο πάλαι τον λαόν σου
στύλω νεφέλης σκέπων.
Αι μυροφόροι, Σώτερ,
τω τάφω προσελθούσαι
προσέφερόν σοι μύρα.
Ανάστηθι, οικτίρμον,
ημάς εκ των βαράθρων
εξανιστών του Άδου.
Ανάστα, ζωοδότα,
η σε τεκούσα μήτηρ
δακρυρροούσα λέγει.
Σπεύσον εξαναστήναι
την λύπην λύων, Λόγε,
της σε αγνώς τεκούσης.
Ουράνιαι δυνάμεις
εξέστησαν τω φόβω
νεκρόν σε καθορώσαι.
Τοις πόθω τε και φόβω
τα πάθη σου τιμώσι
δίδου πταισμάτων λύσιν.
Ω φρικτόν και ξένον
θέαμα, Θεού Λόγε!
πως γη σε συγκαλύπτει;
Φέρων πάλαι φεύγει.
Σώτερ, Ιωσήφ σε,
και νυν σε άλλος θάπτει.
Κλαίει και θρηνεί σε
η πάναγνός σου μήτηρ,
Σωτήρ μου, νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οι νόες
την ξένην και φρικτήν σου
ταφήν του πάντων κτίστου.
Έρραναν τον τάφο
οι μυροφόροι μύρα
λίαν πρωί ελθούσαι.
Ειρήνην Εκκλησία,
λαώ σου σωτηρίαν
δώρησαι ση εγέρσει.
Δόξα Πατρί
Ω Τριάς, Θεέ μου
Πατήρ, Υιός και Πνεύμα,
ελέησον τον κόσμον.
Και νυν
Ιδείν την του Υιού σου
ανάστασιν Παρθένε,
αξίωσον σους δούλους.
Αι γενεαί πάσαι
ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι, Χριστέ μου.
**
΄΄καί γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς'' (Ιωάννης 8,32)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναντίρρητα Ανταποδοτικό, Απαράβατο, Επιβεβλημένο, σε κάθε περίπτωση, Το Χρέος του Θεού να στείλει επί της γης τον Ομοούσιον, Μονογενή Του Υιόν προκειμένου -με Τη Σταυρική Του Τη Θυσία και Την Ανάστασή Του- θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωὴν αιωνίαν χαρισάμενος,
Δεδομένης Της ΑΜΦΊΔΡΟΜΗΣ Απέραντης Αγάπης, Αγωνίας και Ευθύνης του Θεού για τα δημιουργήματά Του και του ανθρώπου για τον Κύριον, Θεόν και Δημιουργόν του, Ποιητήν Ουρανού και Γης, Ορατών τε Πάντων και Αοράτων.
Για του Λόγου Το Ασφαλές:
ΘΕΕ ΜΟΥ, ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ;
Όταν πεθάνω, Θεέ μου τι θα κάνεις;
Εγώ ’μαι το κανάτι σου (κι αν σπάσω;)
Εγώ ’μαι το πιοτό σου (κι αν χαλάσω;)
Κι είμαι το φόρεμά σου κι η δουλειά σου,
κι όταν χαθώ, χάνεις κι εσύ την έννοιά σου.
Αν λείψω, σπίτι πια κι εσύ δεν θά ’χεις,
όπου θερμά και κοντινά λόγια να σε καλωσορίζουν.
Κι από τα κουρασμένα πόδια σου χαμαί θα πέσουν
τα βελούδινα σάνταλα, αυτά που εγώ είμαι.
Ο μέγας σου μανδύας θα σ’ αφήσει.
Το ανάβλεμμά σου, που θερμά
σαν μαξιλάρι τό ’παιρνε το μάγουλό μου,
θά ’ρθει και θα με ψάχνει για πολύ-
κι όταν ο ήλιος πια θα βασιλέψει
στην αγκαλιά θα γείρει που θ’ απλώνουν κρύα λιθάρια.
Ω Θεέ μου, τι θα κάνεις; Πώς φοβάμαι!
Rainer Maria Rilke