Στο παραθύρι γερμένη αναμετρούσε της βροχής το ράπισμα στην θάλασσα και την μέσα της καταιγίδα.
Το κύμα το πολύβουο αφουγκραζόταν και τους ξέπνοους της καρδιάς της αχούς,
ένα κουβάρι φύκια κι αρμύρα και ταξίδια που δεν έκανε.
Δρασκέλισε το κατώφλι.
Ψυχανεμίστηκε ανάερα ο Γλάρος
τις κραυγές της τις βουβές και πάνωθέ της μ' απορία ζυγιάστηκε.
-Μου μοιάζεις ,ψιθύρισε Εκείνη,
βαθύ μου πέλαγος, σου μοιάζω...
Εκεί ,εκεί, στην γραμμή του ορίζοντα ,εκεί, στου ουρανοθάλασσου το σμίξιμο
εκεί, εκεί....
Έγινε ένα με την αλμύρα ,
κι αυτή φυκόεσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου