Αιωρούμαι στο
κενό της μοναξιάς
ακροβατώντας
στους φραγμούς της λογικής.
Ο ίσκιος μου
νωχελικά βουλιάζει
στην πνιγερή
αγκαλιά της αυγής,
σαν ένα μαύρο
σύννεφο
που το αφάνισε
ο ερχομός της μέρας.
Μ΄ έμαθαν να μεταβολίζω τα όνειρά μου
σε ψιθυρισμούς
σιωπής,
ν΄ απολιθώνω
τους στεναγμούς μου
με μια βροχή
ρονιές
που στάζουν
απ΄ την κόγχη της θλίψης.
Κι εγώ πασχίζω να κρύψω τον πόνο μου
σφιχτά μες
στην παλάμη μου
για να μη
ματώσει η καρδιά.
Κι όταν
μουδιάζουνε τα χέρια μου
δανείζομαι της
θύμησης το άγγιγμα.
Οι κραυγές των άλλων
γίναν
νανούρισμα για να κοιμίζω τις ενοχές μου
κι η τέφρα της
απουσίας τους
έδαφος
επισφαλές να πατήσει ο εγωισμός μου.
Η κάθε μέρα που περνά
μοιάζει με ψευδεπίγραφο
της προηγούμενης
κι ο θρίαμβος
της λήθης μαρτυρά
πως τούτη η
επανάληψη το χρόνο συρρικνώνει.
Με μεγάλωσαν μ΄ αλήθειες δανεικές
με ξένες
συνειδήσεις,
για να μείνουν
καθαρές οι δικές μου αναμνήσεις.
Πρέπει να
βουτήξω βαθιά στην οιστρηλασία της ζωής,
μέχρι το
σπασμένο μου βλέμμα να γενεί καθρέφτης,
μήπως έτσι
βαπτιστώ και πάλι άνθρωπος.
Αντώνιος Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου