κρεμόμουν ολόκληρη από την ελιά σαν τόξο τεντωμένη.
ανάσκελη με τη ράχη στο δέντρο την κοιλιά στον αέρα
χέρια σε ανάταση
να γαντζώνονται στον κορμό
πόδια ανοιχτά
στην οικουμένη αιωρούμενα
πόδια ανοιχτά στον οίστρο
ενώ ο τόπος βούιζε
από τις απλωμένες ως το επέκεινα χορωδίες των τζιτζικιών
μαινόμουν από πόθο
μόνη
μακριά από τους άλλους για ώρες
έσκιζα τον αέρα με τα λυπητερά
του ίμερου
σπαραχτικά
παρατεταμένα διακοπτόμενα
βελάσματά μου.
ω θάλασσα από ελιές και πέτρες του μεσημεριού
πάνω από το πέλαγος των κατσικιών που φέγγει
το αστραφτερό Αιγαίο
μέχρι πέρα μακριά
μέχρι το αφανές τέλος του ορίζοντα.
ανάσκελη με τη ράχη στο δέντρο την κοιλιά στον αέρα
χέρια σε ανάταση
να γαντζώνονται στον κορμό
πόδια ανοιχτά
στην οικουμένη αιωρούμενα
πόδια ανοιχτά στον οίστρο
ενώ ο τόπος βούιζε
από τις απλωμένες ως το επέκεινα χορωδίες των τζιτζικιών
μαινόμουν από πόθο
μόνη
μακριά από τους άλλους για ώρες
έσκιζα τον αέρα με τα λυπητερά
του ίμερου
σπαραχτικά
παρατεταμένα διακοπτόμενα
βελάσματά μου.
ω θάλασσα από ελιές και πέτρες του μεσημεριού
πάνω από το πέλαγος των κατσικιών που φέγγει
το αστραφτερό Αιγαίο
μέχρι πέρα μακριά
μέχρι το αφανές τέλος του ορίζοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου