Αγναντεύω τις στάσεις της ζωής.
Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, ως προς το καλύτερο πάντα ελπίζοντας και ζώντας το σαν μοναδικό.
Ρίχνω την άγκυρα μου με τόσο θέληση στο λιμάνι που θα πιάσω και ποτέ μου δεν υπολογίζω το μετά.
Σε κάθε λιμάνι και μια δοκιμασία, σε κάθε αγκυροβόλι κι ένας στεναγμός.
Δοιάκι οι σκέψεις μου, αρκεί να θέλω, όλα τ’ άλλα περισσεύουν.
Όλες οι αισθήσεις μου φορτωμένες στο σκαρί μου, φορτίο που θρέφω και πρέπει να το δώσω απλόχερα.
Είχα τόσο χαρά όταν έριχνα την άγκυρα που δεν με άγγιζε ο χρόνος, μα ούτε κι ο γνωστός άγνωστος κόσμος που περιπλανιόταν γύρω μου, γιατί εγώ είχα τον προορισμό μου.
Όταν έχανα τον προορισμό μου γυρνούσα πίσω στο θαλασσοδαρμένο μου σκαρί και με λύπη δίχως δυνάμεις ξεκινούσα το βιράρισμα για να πρυμίσω τον πόνο μου στ’ ανοιχτά.
Εκεί θα τον έπνιγα μέχρι να ξαναπιάσω στεριά.
Πάντα πίστευα ότι σε κάθε ρίψη της άγκυρας θα την έφερνα στην επιφάνεια ανέγγιχτη, όπως θα έπεφτε έτσι και θα ερχόταν πάλι επάνω.
Τώρα που σπάσανε τα κύματα παρατηρώ πάνω της τα σημάδια του χρόνου που εμένα δεν με άγγιζαν, εκείνη όμως την μάτωναν.
Τους γνωστούς άγνωστους που εμένα δεν με ήξεραν, μα εκείνη την σχολίαζαν.
Πάντα χαμογελαστή, ακόμα και τώρα που φαντάζει μ’ ένα άψυχο σκουριασμένο σίδερο.
Ή θα πρέπει να συνεχίσω να ταξιδεύω δίχως πυξίδα, ή να πιάσω ένα λιμάνι δίχως αντίο.
Κι εκείνη να στολίσει τον όμορφο βυθό μου με όλους μας τους προορισμούς.
Όσα μοιράστηκα με εκείνη κανείς δεν θα τα μάθει.
Ας σωπάσει για πάντα.
Μέσα μου.
Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, ως προς το καλύτερο πάντα ελπίζοντας και ζώντας το σαν μοναδικό.
Ρίχνω την άγκυρα μου με τόσο θέληση στο λιμάνι που θα πιάσω και ποτέ μου δεν υπολογίζω το μετά.
Σε κάθε λιμάνι και μια δοκιμασία, σε κάθε αγκυροβόλι κι ένας στεναγμός.
Δοιάκι οι σκέψεις μου, αρκεί να θέλω, όλα τ’ άλλα περισσεύουν.
Όλες οι αισθήσεις μου φορτωμένες στο σκαρί μου, φορτίο που θρέφω και πρέπει να το δώσω απλόχερα.
Είχα τόσο χαρά όταν έριχνα την άγκυρα που δεν με άγγιζε ο χρόνος, μα ούτε κι ο γνωστός άγνωστος κόσμος που περιπλανιόταν γύρω μου, γιατί εγώ είχα τον προορισμό μου.
Όταν έχανα τον προορισμό μου γυρνούσα πίσω στο θαλασσοδαρμένο μου σκαρί και με λύπη δίχως δυνάμεις ξεκινούσα το βιράρισμα για να πρυμίσω τον πόνο μου στ’ ανοιχτά.
Εκεί θα τον έπνιγα μέχρι να ξαναπιάσω στεριά.
Πάντα πίστευα ότι σε κάθε ρίψη της άγκυρας θα την έφερνα στην επιφάνεια ανέγγιχτη, όπως θα έπεφτε έτσι και θα ερχόταν πάλι επάνω.
Τώρα που σπάσανε τα κύματα παρατηρώ πάνω της τα σημάδια του χρόνου που εμένα δεν με άγγιζαν, εκείνη όμως την μάτωναν.
Τους γνωστούς άγνωστους που εμένα δεν με ήξεραν, μα εκείνη την σχολίαζαν.
Πάντα χαμογελαστή, ακόμα και τώρα που φαντάζει μ’ ένα άψυχο σκουριασμένο σίδερο.
Ή θα πρέπει να συνεχίσω να ταξιδεύω δίχως πυξίδα, ή να πιάσω ένα λιμάνι δίχως αντίο.
Κι εκείνη να στολίσει τον όμορφο βυθό μου με όλους μας τους προορισμούς.
Όσα μοιράστηκα με εκείνη κανείς δεν θα τα μάθει.
Ας σωπάσει για πάντα.
Μέσα μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου