Τα δάκρυα
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ’ το αλμυρό νερό,
ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο
σαν την ισόβια δύναμη της θάλασσας·
θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό
όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις,
ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις·
αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις,
με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα,
τα δάκρυα —
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα
κι εκείνα που μου ξέφυγαν μπροστά σε άλλους,
και τα ορμητικά που έτρεξαν,
σαν αφρικάνικος καταρράχτης,
πάνω στο πρόσωπο μου,
σε αναρίθμητους καιρούς·
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ’ τα πολλά αθώα
μάτια που αγάπησα παράφορα,
αλλά κι απ’ τα διαφορετικά μάτια
που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν.
Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα
το αλμυρό νερό,
θα πνίξει τις λέξεις και θ’ αλλάξουν τα χρώματα,
αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα,
για να το βρουν τα άλλα δάκρυα
που περιμένουν,
ακόμη αγέννητα,
στο βυθό.
Τα οράματα των πεθαμένων
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
Θέλω να γράψω ένα ποίημα πιο αγέρωχο
απ’ το αλμυρό νερό,
ένα ποίημα εκκωφαντικό και υπόκωφο
σαν την ισόβια δύναμη της θάλασσας·
θέλω να γράψω ένα ποίημα εσωτερικά ζεστό
όπως το αίμα, που δε χρειάζεται τις λέξεις,
ένα ποίημα που να υπάρχει χωρίς λέξεις·
αλλά δε βρήκα τις αμίλητες λέξεις,
με έχουν βρει μονάχα, όπως γράφω τώρα,
τα δάκρυα —
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα
κι εκείνα που μου ξέφυγαν μπροστά σε άλλους,
και τα ορμητικά που έτρεξαν,
σαν αφρικάνικος καταρράχτης,
πάνω στο πρόσωπο μου,
σε αναρίθμητους καιρούς·
θα μαζέψω όλα τα δάκρυα κι απ’ τα πολλά αθώα
μάτια που αγάπησα παράφορα,
αλλά κι απ’ τα διαφορετικά μάτια
που έτυχε ασυλλόγιστα να με μισήσουν.
Γιατί μια μέρα, θα τα σκεπάσει όλα
το αλμυρό νερό,
θα πνίξει τις λέξεις και θ’ αλλάξουν τα χρώματα,
αλλά θα μείνει το ποίημα με τα δάκρυα,
για να το βρουν τα άλλα δάκρυα
που περιμένουν,
ακόμη αγέννητα,
στο βυθό.
Τα οράματα των πεθαμένων
ι
Μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη,
μετρημένη με το σταγονόμετρο,
μέρα που μεταφέρεις,
με το ρυθμικό σου βάδισμα,
το αναπότρεπτο,
χασομέρισε λίγο το αλμυρό νερό σου
σ’ αυτό τον ταπεινό και άνισο
βράχο,
πίσω από τις καλαμιές —
μονάχα φωτοσκιάσεις δυσανάγνωστες
έχει απ’ τη ζωή μας,
νυχτερινές παραχαράξεις,
λιγοστές και σκόρπιες λέξεις
απ’ τα τίμια και ιερά,
τα προαιώνια συνθήματα.
Κι αν μας επέβαλαν τη διφορούμενη γλώσσα,
εμείς πρόθυμοι δώσαμε σφουγγάρια
πνιγμένα στο αίμα μας,για να σβήσουν
κάθε διφορούμενη γλώσσα.
II
Κι αν έρθουν άλλοι αγώνες,
κι αν έρθουν άλλοι σκοτωμοί,
κι αν έρθει πείνα
και απόσπασμα
και φονικό,
μέρα στυγνή, μέρα αποτρόπαιη
που με το αλμυρό νερό σου
σκεπάζεις αδιάφορη τους αιώνες,
χασομέρησε στο μοναχικό βράχο
πίσω από τις καλαμιές.
Εδώ σταθήκαμε όρθιοι,
αγωνιστήκαμε όρθιοι,
γι’ αυτό κρατάμε όρθιοι
και τα οράματα
των δικών μας πεθαμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου