Σελίδες

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Τίποτα δεδομένο / Πελεκούδα Γρηγορία


Και πάλι ανέβηκα και πάλι κατέβηκα
την οδό ονείρων,
κι είδα να ορθώνονται γεμάτα δέος
χέρια κλαδιά να πιάσουν το άπιαστο.
Κι απ΄τ΄ουρανού τα στήθη αχνός σπασμός
από κάθε κύτταρο τίναξε ολάκερο στίχο
φλεγόμενο γιατί;
Κι είχε ένα ρίγος η φωνή που έμοιαζε με θρήνο
κι ανατρίχιασα από την ηχώ της.
Σ΄αγαπώ, έλα και πάρε με μακριά από τις νύχτες
απ΄ένα φεγγάρι ανήμπορο να μ΄αγαπήσει,
δες πόσο απόκοσμο γίνεται το μενεξεδί στη δίνη του,
το κουρσεύει ο χρόνος κι έρχεται θύελλα
κι έρχεται βροχή από άστρα να κατακτήσουν
μια ζωή ασάλευτη.
Τότε με πείσμα υψώνομαι, να υπερασπιστώ την αγάπη
σε ένα τόπο σκιάς με ερωτηματικό.
Υπάρχεις;
Γιατί δεν σε πρόλαβα να ζήσουμε το αδύνατο;
Γρηγορία Πελεκούδα
6/2/2007
Ανέκδοτη συλλογή

Μοναχογιού φευγιό! / Σκούλικα - Βέλλου Σοφία

Ό,τι, 'χε όλα τα πούλησε και φεύγει απ' το χωριό του άλλη ζωή να πάει να βρει σε άλλο βιλαέτι. Ο φόβος είναι φανερός , ο πόνος που τον καίει . Ποιός θα τον καλοδεχτεί σε ποιό σπίτι θα απαγκιάσει; Ποιόν στην μαύρη ξενιτιά θα εμπιστευτεί , με ποιόν κρασί θα μοιραστεί μία κουβέντα να πει ;
Μην κλαις γλυκειά μανούλα του, βασανισμένη μάνα που σκίζετ' η καρδούλα σου στη σκέψη πως μισεύει και χάνεις το καμάρι σου και την παρηγοριά σου. Μείνε αητέ παρακαλείς, με τη φωνή να τρέμει
και με λυμένα πόδια. Εσύ κοπελούδα τρυφερή , γλυκεία μορφή , με μακρύ μαλλί που σαν νυχτολούλουδο μυρίζει , με γιόματο καρπό ξέχειλο κορμί , αγκάλιασε τον νιό χαιρέτισε τον, με σαν μαυρούδι γλυκό χείλι φίλησε τον .

Βουνό ασάλευτο άκουσε μοναχογιού φευγιό , ο αποχωρισμός πληγώνει πολύ λέει αηδόνι . Πες κάτι πετροκότσυφα συ που γνωρίζεις τόσα. Μα το πουλί βουβάθηκε κι απάντηση δε δίνει. Μέχρι ο μαυροκόρακας σταμάτησε να κράζει .
Tαχιά φεύγει ο νιός πριν η μέρα πάρει , σαν ναταν απο κλίμα τρυφερό , το δάκρυ του πως τρέχει! Μονάχα άλογο χλιμίντρισε σε ξακουστό γεφύρι , που χωρίς καλόκαρδο αφεντικό θα μείνει. Ετούτο το χλιμίντρισμα το άκουσε ,το ακούει
ο νιός γυρίζει στο χωριό παντοτινά να μείνει.


ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑ –ΒΕΛΛΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΘΟΛΟΓΕΙΟ ΠΟΙΗΣΕΩΣ
2017-2018
Εκδόσεις Όστρια

Νίκος Μάνθος (μικρή αναφορά)

 Ποιητικές Συλλογές:


  • "Γράμματα στη Δανάη και άλλα ποιήματα"

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Ρεβεγιόν / Χαρά Ρίζου


Φτιασιδωμένη η νύχτα
γεννά τον νέο χρόνο
Στα βάζα γέλιο και κάλαντα
κυκλικό καρέ,
χαμογελούν οι αγκαλιές,
                αστραπές τρομάζουν το φεγγάρι 

Η γιαγιά αξεπέραστα βάσανα ψήνει στο τζάκι
τα ξαδέρφια μετρούν απουσίες

Τα παιδιά ψαχουλεύουν νιφάδες χιονιού
στα δάχτυλά τους τυλίγουν εμπειρίες

Σκοτάδι
στάξιμο κεριών, λιωμένο παρόν
τσουγκρισμένα ποτήρια, κρύσταλλα ευχές
τρίζουν οι καμένες πορτοκαλόφλουδες

Πεταλούδες καπνού δραπετεύουν από τις χαραμάδες
τραπουλόχαρτα ζωγραφίζουν το μέλλον
βεγγαλικές στιγμές χορεύουν

Το έλατο, χιονισμένος κουραμπιές

Ο θείος σερβίρει κρύα πιάτα με αχνιστές αναμνήσεις
η μητέρα πασπαλίζει τα μελομακάρονα με όνειρα

Κρότος σαμπάνιας και …απόδραση!
      

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Κείνοι που επράξαν το κακό / Οδυσσέας Ελύτης

Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένον άνεμο
τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί'
θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή.

Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
μα εκείνος που τ' αντίκρισε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική / Οδυσσέας Ελύτης





Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...

Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...

Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχροινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Και πνοές από τη ρεμματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..

Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα ,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστος Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του "Υμνου !..

Άνεμος της Παναγιάς / Οδυσσέας Ελύτης

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο,
είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου.

Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της,
ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα,
η ευχή που λαχτάρησε μεσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού
να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Παραλήρημα για τα τέσσερα πόδια μιας αγάπης / ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ





Βλέπω τα ναι σου να έρχονται από μακριά
και τα δικά μου, σαν κεριά,
κραδαίνουν,
καίνε
τους αιώνες περιμένοντας

Φυσά δυνατά
μου φεύγει το καπέλο τα γυαλιά το τατουάζ το χέρι μου
μου φεύγει
το πόδι κι ένα μάτι

                                  [Μένω έτσι να χαμογελώ
                                  εμπρός σε πίδακες που η χαρά τού τίποτα αναβλύζει]
η χαρά –
μόνη κι αυτή

Μείνε εσύ, αν θέλεις, παραδίπλα
– κι ας μη μας καταλαβαίνει κανείς

                                  [Δε χρειάζεται και τούτο να μας πνίξει]

Μόνο να ρέει
ο καιρός
το κρασί
ο καπνός
να ρέει

Παραλήρημα / Δημήτρης Αθηνάκης




Πού ήμουν τόσα μερόνυχτα;
Στο σώμα ποιου φαντάσματος
πάλευα να χαρίσω δυο στιγμές;

                          [Μ’ ένα χέρι απλωμένο και μια ζωή
                          σ’ οργασμική πανωλεθρία]

Ήταν τότε που γύρισα απ’ του μεσημεριού
την αθωότητα
Φωτιά ένα γύρω
Ψήλωσα ξάφνου και
–περπατώντας αργόσυρτα στα τέσσερα πόδια μιας αγάπης–
ξεκίνησα να πολεμώ με πέτρες και κεριά
Ήταν το αίμα μου ζεστό
καυτή η χαραμισμένη στάλα της οδύνης,
δραπέτης έφτασα σε τόπο ξένο
– ήταν δικός μου και δικός σου

                          [Σωρός και σορός·
                          ο τόπος, πρόσωπο ανώφελο]

Είμαι λοιπόν ο ληστής στα δεξιά
Όμορφος και σταυρωμένος
Αρσενικός και θηλυκός
Γίνομαι και ’γώ σαν ένας μια στιγμή

Να ζω ελεύθερος – άλλο δεν αντέχω
Φέρε τη χειροπέδα που μου ’ταξες
Κι ας μην τ’ αξίζω σκλάβος να μείνω
φάντασμα κι ακάθαρτος

                           [Κι ας μην τ’ αξίζω να βρεθώ στη μέση των αιώνων]





Αθηνάκης, Δημήτρης (βιογραφία)


Ο Δημήτρης Αθηνάκης γεννήθηκε στη Δράμα, στις 7 Ιουνίου 1981. Σπούδασε κοινωνική θεολογία, φιλοσοφία και φιλοσοφία της επιστήμης στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Άμστερνταμ.  Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το "Δωμάτιο μικρών διακοπών" είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του. Το "χωρίσεμεις", η πρώτη του συλλογή, εκδόθηκε από την Κοινωνία των (δε)κάτων το 2009 και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα του περιοδικού "Διαβάζω". Το 2016, εκδίδει το "Λίγος χώρος για τον ξένο"



πηγή: http://www.biblionet.gr


Αγέλαστη επιστροφή / Αθηνάκης Δημήτρης


Σκιές ασώματες γυρνούν
κι οι μοναξιές μαζί τους
Μήδειες


φοίνικες αναγεννώμενοι]
το κουφάρι
της αγέλαστης επιστροφής
δειπνούν

[Χαράζει...]
...μετά από μιας νύχτας ουρλιαχτό
και
από κείνους τους πολεμιστές μετά
που βάδιζαν μονάχοι
χαϊδεύοντας ηδονικά τη λάσπη του χειμώνα

Δεν είναι / Αθηνάκης Δημήτρης


Πέταγα
σ' ενός νεφελοσυνάγματος το γύρισμα
στης μάχης με τα ξωτικά τ' αδιάκοπο πηγαινέλα
τότε που μιας βιαιότητας το χέρι μού έστειλε αντίο

[δεν είναι το χώμα που με σκεπάζει ελαφρύ
είναι που βάρυνε εκείνο το σκουπίδι που κουβαλώ αιώνες]
Και τώρα τι
ποιος να ζητήσει απ' το παρόν να ρίξει φως στο αίμα
σε ηφαίστεια και αγκαλιές μιας λάγνας τερψιθέας
[επόπτες καταντήσαμε - πολυφορεμένοι]
για να δαμάσει ανελέητα τα πάθη των ερώτων
[κλισέ και πισωγύρισμα σε μιας στιγμής τη σκέψη]

[δεν είναι το φέρετρο σπαθί να το φορέσεις
είναι μόνο ένα κομμάτι σου και μιας ζωής το θέλω]
Βάλε με επιτέλους να κοιμηθώ σ' εκείνο το κελί
που μου υποσχέθηκες
και σκέπασέ με καλά με κάγκελα και κρύο
αφού
- το ξέρεις -
γέμισα καημούς
- είμαι όλος φευγιό
μακρινό κι απαραβίαστο
γεμάτος ερωτήσεις δύσκολες να εξαγνίζουν
μια το έλα δυο το μείνε

[δεν είναι η φυλακή αυτό που με σκοτώνει
είναι η ελευθερία σου που δεν μπορώ ν' αντέξω]

« Κι ήρθε ο καιρός » / Αθηνάκης Δημήτρης


Πολεμιστές
βαδίζουνε συνάμα
με τους λύκους
το δρόμο της επιστροφής
σε δυο μισά ποτάμια
χαϊδεύοντας ηδονικά
το χώμα χέρσας
γης
που φύτρωσε η
νύχτα
ουρλιάζοντας

[Πολεμιστές βαδίζουνε συνάμα με τους λύκους το δρόμο της επιστροφής σε δυο μισά ποτάμια χαϊδεύοντας ηδονικά στο σώμα στέρφας γης σαν φύτρωσε η νύχτα ψάλλοντας]

Κι ήρθε καιρός που
σπάραξαν
περιπατητές στα φέρετρα

ο βοσκός / Ψαράκης Κώστας


καθόμαστε γύρω απο τη φωτιά , έξω απο το σπήλαιο
κι είμασταν σαν τους ανθρώπους πού βλέπουν μακρυά ένα ανοικτό ορίζοντα
ή σαν εκείνους που έρχονται από πολύ μακριά
ίσως απ τον ουρανό.
Τίποτα δεν ρωτούσαμε
γιατί μαζευτήκαμε εδώ,
τι γυρεύουν ετούτοι οι μακρυνοί άνθρωποι
που έρχονται με δυό καμήλες και ένα μαύρο άλογο
έπλεε η καρδιά μας ανάλαφρη σ ένα άσπρο πέλαγος.
φτερούγες μας άγγιζαν και φωνές.
Ξεπέζεψαν οι άρχοντες , δεν μας έβλεπαν ,
ήταν θαμπωμένοι σαν νυχτοπεταλούδες από κάποιο φως
μπήκαμε μαζύ τους στο σπήλαιο
Η Μάνα μας χαμόγελασε και δακρύσαμε .
γιατί δακρύσαμε;
το βρέφος ανάσαινε ήσυχα .
Και τότε μ έπιασε μια λαχτάρα να φέρω και γώ δώρο
κι έψαχνα τα ρούχα μου
δεν βρήκα τίποτε
μόνο πέντε καρφιά
ολοκαίνουργια .

Θλίψη των Χριστουγέννων / Δημήτριος Γκόγκας


Έρημες οι ώρες προχωρούνε,
μέσα στων γιορτών τις προσμονές.
Δίπλα τους οι άνθρωποι πονούνε
κάνοντας μπουκέτο τις ευχές.
Μόνες τους οι ώρες στην κουζίνα.
Κάθονται στον πάγκο και ακούν,
τ΄Οδυσσέα την κακή σειρήνα
κι ύστερα απλώς μελαγχολούν.
Έρημες με μάτια παραθύρια.
Βλέπουν τα σπουργίτια να πετούν.
Ψίχουλα στο χέρι τους προσφέρουν,
με το ράμφος τους τσιμπολογούν.
Ώρες που γεννήθηκαν σε φάτνη,
δίπλα στον χριστό επί της γης.
Βήματα που χάθηκαν σε πάχνη
και στην μοναξιά που ναυαγείς.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ / ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ


Στην γωνιά μας κόκκινο τ΄αναμμένο τζάκι
Τούφες χιόνι πέφτουνε στο παραθυράκι!

Όλο απόψε ξάγρυπνο μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα το καμπαναριό!

Έλα, Εσύ που Αρχάγγελοι σ’ανυμνούνε απόψε
πάρε από την πίτα μας, που ευωδιά και κόψε!

Έλα κι η γωνίτσα μας καρτερεί να ‘ρθεις……

Σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου, για να ζεσταθείς!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ



Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.

Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.

Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά

την Άγια μέρα να γιορτάσει.

Νύχτα Χριστουγεννιάτικη / Γ. Δροσίνης


Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.

Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το

μπορεί να φτάσει.

Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου / Τέλλος 'Αγρας


Είδα χτες το βράδυ στ' όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.

Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.

Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι' έμοιαζε τ' άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι' έψελναν γύρω του «ωσαννά».

Μα κι' από αγγέλους κι' από μάγους,
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό - ζεστό φιλί.

Τάσος Λειβαδίτης - Ο Ποιητής, το έργο, η ζωή του, συλλογικό έργοσε επιμέλεια Γιώργου Δουατζή.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στίξις το συλλογικό έργο Τάσος Λειβαδίτης - Ο Ποιητής, το έργο, η ζωή του, σε επιμέλεια Γιώργου Δουατζή. Είναι ένα βιβλίο-αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη.
Πρόκειται για μία έκδοση όπου δεκαεπτά άνθρωποι των Γραμμάτων καταθέτουν την ιδιαίτερη ματιά τους για το έργο, τη ζωή, την προσωπικότητα, και τις τελευταίες στιγμές του μεγάλου μας ποιητή, αναλύουν τη σημασία της δημιουργίας του, αποκαλύπτουν γεγονότα και άγνωστες πτυχές της ζωής του. Ο αναγνώστης θα βρει επίσης πολλά ανέκδοτα στοιχεία για σημαντικές στιγμές της ζωής του ποιητή, οι οποίες συνθέτουν το πορτραίτο του, καθώς και βιογραφία και πλήρη εργογραφία.
Γράφουν (αλφαβητικά): Χρίστος Αλεξίου, Νικηφόρος Βρεττάκος, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Γιώργος Δουατζής, Μίκης Θεοδωράκης, Σόνια Ιλίνσκαγια, Σπύρος Κατσίμης, Κώστας Κουλουφάκος, Κώστας Κρεμμύδας, Γιώργος Μαρκόπουλος, Απόστολος Μπενάτσης, Γιώργος Παπαλεονάρδος, Τίτος Πατρίκιος, Μανόλης Πρατικάκης, Γιάννης Ρίτσος, Σταύρος Στρατηγάκος, Έλλη Φιλοκύπρου.

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Ονειρεμένη Προσευχή / Κωστής Παλαμάς

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου,
Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.
Κι όσο θα ‘ρθει από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρει,
κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα,
της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν. 
Τους ουρανούς ολάνοικτους που σε δοξολογούσαν.

Χριστούγεννα / Κωστής Παλαμάς

Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Δράση / Άγγελος Ερατεινός



Παρόρμηση ατιθάσευτη
σπιθοβολά, ανάβει

Ενώνει πνεύμα και καρδιά
φωτιά του Προμηθέα

η μπαλάντα του στρατιώτη / Οδυσσέας Ελύτης

Την ώρα που ο λεβέντης
στον πόλεμο κινούσε
η αγαπημένη του έκλαιγε
και τον παρακαλούσε:

-Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς
καλέ μου, έχε το νου σου
φυλάξου από τη μάνητα
κι απ' το σπαθί του οχτρού σου.

Μπροστά πολύ μην προχωρείς
πίσω μην απομένεις
μπροστά φωτιά, πίσω φωτιά
καταμεσής να μένεις.

Μονάχα ξέρει ο μεσιανός
να τρέξει να πηδήξει
κι αυτός μονάχα σπίτι του
μια μέρα θα γυρίσει.

τα ρω του ερωτα / Οδυσσέας Ελύτης


1. Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
τραγουδώ και ξετυλίγω

2. Διαβάζω μέσα στο νερό
το άλφα το βήτα και το ρω
Τα δυο γυμνά σου πόδια
τους κήπους με τα ρόδια

3. Σ' έκανα πουκάμισό μου
σε φορώ και περπατάω
Με το σώμα το μισό μου
στο δικό σου που κρατάω

4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη
με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες στη δροσερή φωτιά

5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
την απαλάμη των χαδιώ
Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
την Τύχη κι άμε να τη βρεις

6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα
σε μακρινούς να πάμε τόπους
Όπου τα πλάσματα τ' αθώα
να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους

7. 'κουσα μες στον ύπνο σου
που κολυμπούσε ο κύκνος σου
Τα δύο μας τα ονόματα
ν' αλλάζουν χίλια χρώματα

8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα
πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα
της ρίχνανε άνθη να χορτάσει

9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο
και τώρα που να πάει δεν ξέρει
Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη
Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι
πάει τη λύπη στα βουνά
Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
στο πάντα και στο πουθενά

11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ
ξύπνησα τα χαράματα
Όχι να μη γίνω Ιώβ
μήτε να μάθω γράμματα

12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
χώρια να μας πετύχει
Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός
και τοσοδούλα η Τύχη

13. Φύγε από κει μωρέ πουλί
και γέρνει η βάρκα μας πολύ
Μόνο σου πέταξε και δες:
ίσα που παίρνει δυο καρδιές

14. Σταμάτα μου την αστραπή
ν' ανάψω ένα τσιγάρο
Και πες του σύννεφου να πει
πως θα 'ρθω να σε πάρω

15. Την αγάπη μια τη λες
την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ' όλες δίνεσαι

16. Περνώντας απ' τις λυγαριές
κάποιος μου το μουρμούρισε
Το 'παν οι σκύλοι στις αυλές
κι η γάτα το χουρχούρισε

17. Κάνε με Μωαμεθανό
να προσκυνώ στη Μέκκα
Και να σε πάρω μια και δυο
κι εφτά φορές γυναίκα

18. Ο που ξέρει ελληνικά
πέντε κι έξι έντεκα
Κι ο που ξέρει μόρτικα
δύο αλλ' αλλιώτικα

19. Η χαρά μου για να παίξει
διάλεξε κοπέλες έξι
Καθεμιά κι από μια λέξη
να τη λέει ώσπου να φέξει

20.Ένα κύμα μέσα σ' όλα
έγια λέσα έγια μόλα
Πήρε τα κρυφά μας λόγια
να τα κάνει κομπολόγια

21. Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ»
στα δέντρα θα το τρίξω
Με τον αέρα να σ' το πω
και να σου το φυσήξω

22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται
μέσα στης θάλασσας τον πάτο
Κάποια που πια δεν το θυμάται
μ' έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω

23. Σαν κάποιος ν' αναστέναξε
ή να 'κοψ' έναν μενεξέ
Ραγίστηκεν ο ουρανός
και φάνηκε ο κατάμονος

24. Τι να 'γινε το μαξιλάρι
που 'χε απ' τα λόγια μας γεμίσει
Στον ουρανό θα το 'χει πάρει
άγγελος για ν' αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει

25. Μόνο που κοιτάχτηκες
μέσα στο πηγάδι
Στην ηχώ σου πιάστηκες
σαν σε παραγάδι

26. Να σου δένω τα μαλλιά
με χρυσόν αστάχυ
Και να λένε τα πουλιά:
ο που τα 'βρε ας τα 'χει

27. Μες στου κήπου το σκοτάδι
φέγγεις μόνο με το χάδι
Όμως όταν μπεις στο σπίτι
σβήνεις τον Αποσπερίτη

28. Να 'χα μια γομολάστιχα
να πιάνει στα Γραμμένα
Να σβήσω τα τετράστιχα
και να κρατήσω εσένα.

Δεν ξέρω πια τη νύχτα / Οδυσσέας Ελύτης

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου,
στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.
Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι, στο ουρανί
αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται
ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια
τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο
της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται.
Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα.
Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού
εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει
με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα
Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου,
τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

η Παναγιά των κοιμητηρίων / Οδυσσέας Ελύτης

Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ' όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες,τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα κυρά και Παναγιά
με τ' αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στον Θάνατο

Το σταφύλι αυτό / Οδυσσέας Ελύτης

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
γεμισμένη απτόητο άνεμο.
Η θητεία του καλοκαιριού
στα πεύκα και στα κύματα.

Ένας έρωτας μεγάλος και γλαυκός,
με γυμνές ώρες που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη.
Κυματιστή, ξεφυλλισμένη, ελεύθερη,
σαν φως στα πλατιά ενδόμυχα δωμάτια.

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής / Οδυσσέας Ελύτης

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυνές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα

Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι
τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.

Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα

Ο Αύγουστος / Οδυσσέας Ελύτης

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Απ' την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν' ανάψουμε.


Μονόγραμμα (απόσπασμα) / Οδυσσέας Ελύτης



Θά πενθώ πάντα -- μ'ακούς; -- γιά σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ'άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν'ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ'τίς ξερολιθιές,πίσω άπ'τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ'έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ'ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ'ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ'ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ'ακούς
Είμ'εγώ,μ'ακούς
Σ'αγαπώ,μ'ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ'ακούς
Πού μ'αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ'ακούς

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ'τούς κατακλυσμούς

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ'ακούς
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν'ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς,μ'ακούς
Σ'άλλη γή,σ'άλλο αστέρι,μ'ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ'ακούς

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς;
ποιος γυρευει τον αλλο,ποιος φωναζει-
ακους;
Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς
Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ'αντάρτες απόμαχους
Από τί νά'ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά'ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ'αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ'όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ'άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ'όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές απ'τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ'έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ'άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ'εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ'ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.
Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ'άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...