Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι, κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά. Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι, μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά. Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά. Το μικρό το εικόνισμα όλ' αυτά τα φτάνει, μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι, κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά. |
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.