Στο μυροβόλο νησί σου σε γνώρισα,
ανάμεσα σε μυρουδιές από θυμάρι,
παιδόπουλο, την άσπρη λαμπάδα να κρατάς
και το θαύμα της Ανάστασης να σε διαπερνά.
Μαΐστορας τον καιρό της μεγάλης νύχτας,
σε χρώματα μέσα και σε παράδοξες σκιές
που αναδεύονταν μορφές βυζαντινές,
τα φτερά σου τέντωσες στoν αέρα.
Μαυραητός, που κούρνιασε
στο μετέωρο βράχο του Τολέδο·
τη δόξα βάλθηκες να σαϊτέψεις,
μέσα από σιωπηλές κραυγές
και σφιγμένες γροθιές.
Τον κόσμο έφτιαξες απ’ την αρχή.
Κρητικό, λεβέντικο, κυπαρισσένιο.
Ασκητικές φιγούρες, λιπόσαρκες,
μαυριδερές μορφές της Μεσογείου.
Οράματα εσωτερικά τα μοντέλα σου
που κατεβαίνουν απ’ τους ουρανούς·
τη βλαστήμια της ροδαλής σάρκας
αποστρέφονται,
και αποθεώνουν τον άνθρωπο.
Κορμιά νικημένα απ’ το πνεύμα,
σκεπασμένα με το ύφασμα της ψυχής.
Tο εργαστήρι σου λαγούμι της ανυπακοής.
Ιδέες σκορπισμένες παντού·
βιβλία, χαρτιά, έργα, εικόνες,
φαντασιώσεις, αυταπάτες, οράματα,
στρατιώτες κι άγγελοι μεγαλοφτέρουγοι.
Σκληρή ομορφιά η τέχνη σου,
σαν φλόγα φουντώνει ως τα μεσούρανα.
Όταν τούτη την ομορφιά σε κατηγόρησαν,
πως έβαλες εμπόδιο
ανάμεσα στη ψυχή μας και τον Θεό,
ορθός στάθηκες μπροστά στο ιερατείο,
όπου ο φανατισμός εχθρεύεται την πίστη.
Στο απόγειο της θείας παραφροσύνης σου,
μέσα στον ανθρώπινο πόνο,
τη μορφή σου ξεχώρισα,
κατάματα να με κοιτάει,
«στη ταφή του κόμητος Οργκάθ».
Αρχοντικός και μυστικιστής,
υπερούσιος, βαδίζεις από τότε μοναχικά
στους μαιάνδρους της ασκητικής σου πορείας.
Γητευτής του χρωστήρα,
που αποτυπώνει ένα μεταφυσικό,
οικουμενικό στοχασμό,
Έλληνας είσαι και δεν είσαι μαζί,
παππού Δομήνικε.
Από τη συλλογή "Φύλλα πορείας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου