Στη γειτονιά μου την παλιά, τα σπίτια ήταν ζωντανά.
Παιδιά ήταν γεμάτα.
Είμαστε αλλιώτικα παιδιά, που παίζαμε με μπίλιες,
φτιάχναμε μπάλες με πανιά, καράβια με χαρτόνια,
παίζαμε μπλούκο και κρυφτό, κυνηγητό και φούσκο,
παίζαμε κότσια και κουτσό, κλέφτες και αστυνόμους.
Ζούσαμε μια ζωή κοινή, λες κι είμαστε όλα αδέρφια.
Όλα μαζί διαβάζαμε, πηγαίναμε σχολείο, μαζί πηγαίναμε εκδρομές,
παρέα στις βαρκάδες, όλα μαζί στις αμμουδιές κι ύστερα στις αλάνες.
Όταν η νύχτα έπεφτε, ανήσυχες οι μάνες μας φώναζαν μες τη φωλιά
για ύπνο ευλογημένο. Ύπνο γεμάτο όνειρα, όπως τα παραμύθια,
εκείνα που έλεγε η γιαγιά και μοιάζαν όλα αλήθεια.
Στη γειτονιά μου την παλιά τα σπίτια είχανε καρδιά,
φωνή και μας μιλούσαν.
Έλεγαν πράγματα πολλά για χρόνια
περασμένα,
για τον παππού, για τη γιαγιά, για πόλεμο, για λευτεριά,
για μισεμό, για ξένα.
Στη γειτονιά μου την παλιά, οι πόρτες ήταν ανοιχτές
και μπαινοβγαίναν οι χαρές. Όλοι μαζί γλεντούσαν.
Κι όταν οι λύπες έρχονταν, τις έκοβαν κομμάτια,
τις μοίραζαν, τις γλύκαιναν, κι όλοι μαζί ξεχνούσαν.
Τη γειτονιά μου την παλιά, μες την καρδιά μου φύλαξα
και πάντα εκεί θα μένει, να μου θυμίζει μια ζωή απλή, συνηθισμένη,
ζωή μ’ αγάπη κι’ ανθρωπιά, ζωή ευτυχισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου