Γεννήθηκα στο χωριό κάτω από το αρχαίο βράχο.
Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.
Το χειμώνα ταΐζαμε με κλεμμένο γάλα
παρατημένα γαϊδουράκια με τεράστια μάτια
τα βρίσκαμε στους ποταμούς.
Ψοφούσαν πάντα χωρίς παράπονο
σα το Παππού που θα πεθάνει έτσι κ’ αλλιώς.
Το καλοκαίρι σκοτώναμε όρνεα
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά
μεθυσμένοι από τη ζέστη και το αίμα
Τα μεσημέρια κολυμπούσαμε
σε στέρνες σκοτεινές με πράσινα νερά
τις νύχτες ακούγαμε τους σκύλους
που γαύγιζαν τον άνεμο
που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού
που γαύγιζαν τον άνεμο
που κατέβαινε από τα βουνά.
και το χρόνο που χύνονταν σα αίμα
στους δρόμους του φεγγαριού
Κάποιος είπε πως μια νύχτα
την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
την είδε γυμνή
και παραλίγο να τον σκοτώσομε με τις πέτρες
Είχε και γραφομηχανή.
Έμενε στη γειτονιά μου
Μια μέρα με φώναξε με τ’ όνομά μου
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια της αβάσταχτης ομορφιάς
τρεις νύχτες το ίδιο όνειρο
να με φιλά στο στόμα
σε μια άδεια στέρνα
η γραφομηχανή να γράφει μόνη της
τα λόγια της αβάσταχτης ομορφιάς
Χάθηκε κ αυτή και η γραφομηχανή
χάθηκαν και τα λόγια
χάθηκαν και τα λόγια
**
χθές , στο καφενείο στο Χάρακα ,
με τους καπετάνιους στους τοίχους
και τους πεθαμένους λυράρηδες
κατά την δεκάτη νυχτερινή
ηρθε
ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
με τους καπετάνιους στους τοίχους
και τους πεθαμένους λυράρηδες
κατά την δεκάτη νυχτερινή
ηρθε
ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Κάθισε μόνος με τη πλάτη στον τοίχο
σ ενα τραπεζάκι σε μια άκρη.
Ήμασταν εμεις που λέγαμε για τα μνημόνια ,
αυτός , σιωπηλός
και μια παρέα αγροφύλακες
πιο πέρα .
σ ενα τραπεζάκι σε μια άκρη.
Ήμασταν εμεις που λέγαμε για τα μνημόνια ,
αυτός , σιωπηλός
και μια παρέα αγροφύλακες
πιο πέρα .
Τον κεράσαμε κρασί
-εμεις πίναμε ρακές-
και τα μεσάνυκτα σηκώθηκε να φύγει .
-εμεις πίναμε ρακές-
και τα μεσάνυκτα σηκώθηκε να φύγει .
Τον ξεπροβοδίσαμε
και στο σκοτεινό χωριό ,
το πλακωμένο απο τη καινούργια φτώχεια
ενας ενας του φιλήσαμε το χέρι.
και στο σκοτεινό χωριό ,
το πλακωμένο απο τη καινούργια φτώχεια
ενας ενας του φιλήσαμε το χέρι.
έφυγε και στα σύννεφα
αρμένισε ενα καινούργιο φεγγάρι.
αρμένισε ενα καινούργιο φεγγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου