Το λάδι στο καντήλι λιγοστό
τα χρόνια δίσεκτα και η μάνα όλα να τα λογαριάζει.
Τον ύπνο μοίραζε στα δυό –το φυτίλι όπως τσίριζε
καθώς καιγόντανε ξερό.
Τρίξιμο δοντιών
τι φόβος! όταν γινόντανε σκοτάδι,
οι ίσκιοι πως άρχιζαν τον χορό.
Δυο δάκτυλα αν ήταν πιο πολύ το λάδι
κάπως πιο άγευστο το μεσημεριανό μας φαγητό,
θα ’χαν τα παιδικά μου όνειρα διάσταση άλλη
κι ο ύπνος ήρεμος –κανένα φάντασμα
δεν θα με είχε από τότε στο κυνηγητό.
Στην εταζέρα επάνω θυμάμαι το δεφτέρι
τα χρεωστούμενα, οι δόσεις τους, λειψό το φαγητό
αλώβητο το χρέος, η μάνα όλα να τα παζαρεύει
ν’ αυξάνει κάτι από όνειρο να λιγοστεύει κάτι από χαρά ·
(οικονομίες κλίμακος, θα πω ο γραμματισμένος)
υπομονή! μας πρόσταζε, πάει και τούτη η χρονιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου