Σελίδες

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΚΟΤΑΔΙΣΤΗΣ / Σομαράκης Αποστόλης


Εσβηνε τα αστέρια ένα ένα
τα βιβλία τα είχαν κάψει από καιρό
όπως έσβησε τα φώτα
των φτωχών μας λυχναριών.
Την ματιά μου όλο κεντρίζω
και όλο προσπαθώ να δω
κάποιοι θέλουν να μην βλέπω
μόνος μου να στραβωθώ. ...

Σοφία Γιοβάνογλου (μικρή αναφορά)

      Η Σοφία Γιοβάνογλου είναι Διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και απόφοιτος του Εθνικού Πανεπιστημίου της Ιρλανδίας (National University of Ireland, University College Dublin).Μετέφρασε το βιβλίο του Χάρολντ Κούσνερ (Harold Kushner), «Ξεπερνώντας τις απογοητεύσεις της ζωής», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «λογείον» το 2010.
     Της έχει απονεμηθεί Έπαινος στον Ποιητικό Διαγωνισμό του 25ου Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα (2005), καθώς και το Γ΄ Βραβείο στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Ελληνο-Αυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου στη Μελβούρνη (2011).
       Ποιήματά της δημοσιεύτηκαν στην «Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης – poiein.gr» και συμπεριλήφθηκαν στις ανθολογίες: – «Μια μικρή ανθολόγηση», Συμπόσιο Ποίησης, Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών (2005), – «Ανθολογία Διαγωνισμού Ποίησης ΚΕ΄ Συμποσίου», επιμ., Κατσαγάνη, Δ./Κρεμμύδα, Κ./Σκαρτσή Ξ. Πάτρα: Περί Τεχνών (2006), – «Αλμανάκ-Ποιείν 2011», επιμ. Παστάκα Σ./Αραβανή, Σ. (2012).

Ποιητικές Συλλογές:


  • «Φυτολόγιον νυκτερινόν ή Flora Nocturna», εκδόσεις : Γαβριηλίδης, 2016

περισσότερα για την ποιήτρια: http://www.intellectum.org/sophie-giovanoglou-short-c/

Φυτολόγιον νυκτερινόν ή Flora Nocturna : Ποιητική Συλλογή της Σοφίας Γιοβάνογλου ( Εκδόσεις Γαβριηλίδης :2016) (Απόσπασμα)




Σημύδα η εκκρεμής
ή Betula pendula ή Silver birch
Στη ζέστη των χεριών Σας
φλέγεται ο ύπερος
κοχλάζει η σπερματική μου βλάστη
Αρσενικέ γαμέτη μου
το μόνοικον της φύσεώς μου
απειλείτε.

**
Ορχιδέα η γαλακτόχρους
ή
Orchis lactea ή Spotted milky orchid
Αγόρια
αναπαύονται στα
χείλη μου λευκά
Όταν οι όρχεις Σας
εκρήγνυνται
στη ρίζα.

**
Κολουμνέα η ένδοξος
ή
Columnea gloriosa ή Goldfish plant
Η κίτρινη κηλίδα
στο πιο βαθύ μου
πορφυρό
Την ένδοξή Σας
εισβολή
προδίδει.

**
Μπουκαμβίλια η αξιοθέατος
ή
Boougainvileea spectabilis ή Great bougainvilles
Τη νύχτα
που εάλω
η οπή
Ριγούσε
το πτερύγιο
στα χάδια


**

Ορχιδέα ή φαλαίνοψις
ή Orchis phalaenopsis ή Moth orhid

Σκαρφαλωμένη
στην κορφή
του μίσχου

Σας Ρουφώ
την πιο κρυφή σταγόνα
της ροής Σας.


 **

Liatris spicata των αστεροειδών
ή Dense blazing star
Πώς
φύεσθε
πυκνός και απαστράπτων
μέσα στα πυρωμένα σέπαλά μου.

 **

Nelumbo nucifera των ψυχανθών
ή Ιερός λωτός
Αναμονή αιώνων
γέννησε
έναν ανθό
αχνορόδινου λωτού
στον ομφαλό Σας.

Εις την Πόλη και την Ιστανμπούλ / Κατσιγιάννης Λεόντιος


Νεράιδα του Βόσπορου, χιλιοπρόσωπη Πόλη,
γαλέρα φορτωμένη από καλούδια και μυρωδιές.
Ασάλευτη από χρόνια ταξιδεύεις
μέσα σε μια αιχμηρή μελαγχολία,
ακουμπισμένη σ’  ένα παρακλητικό τροπάριο.
Εσύ σκλάβα του Πορθητή σου,
κι εγώ εξόριστος του Γένους μου,
μια μνήμη προφητική καρτερώ
να σε λευτερώσει.

Μ’ αφού το αύριο είναι μυστήριο
και το σήμερα δώρο πολύτιμο,
ας περπατήσουμε μαζί Ιστανμπούλ,
ν’ ακούσουμε το τραγούδι σου·
στους πλούσιους χυμούς της ομορφιάς σου
να υποκλιθούμε.
Εσύ ξεναγός μου στο αδήριτο σήμερα,  
κι εγώ τα φαντάσματα της Πόλης μου να κυνηγώ,
σκορπισμένα σπαράγματα στα σοκάκια σου.
Εσύ κάτω από τον γκρίζο τρούλο του Σουλεϊμανιέ
ξυπόλυτη πας για προσευχή,
κι εγώ την Πλατυτέρα των ονείρων μου ν’ αναζητώ,
στη σκιά της ματωμένης της σοφίας.
Εσύ το κορμί σου να σμιλεύεις
εκεί που τρέμει ο αφαλός της χανούμισσας,
κι εγώ τ’ ανομήματά μου να πλένω
σε κρήνες μαρμάρινες.
Εσύ στο παζάρι της σκεπαστής στοάς,
κι εγώ την οδό του μαρτυρίου μου ν’ ανεβαίνω,
ακούγοντας τον αλαλαγμό τ’ αφηνιασμένου όχλου.
Εσύ ταξίμι ανατολίτικο,
που τραγουδάει ένα ούτι από σφεντάμι,
κι εγώ λυγμός που αναβλύζει
από την αστείρευτη πηγή της μνήμης μου.
Πίσω  απ’ τα τείχη της φαντασίας μου, αν παραμονέψω,
με τον αστερισμό του Ωρίωνα να λαμπιρίζει,
τις  βυζαντινές φάλαγγες θα δω
να τραβούν για  την Ανατολή.
Στο βαπόρι αν ανέβω και ανοιχτώ,
ποντισμένα στη μνήμη της καρδιάς μου
τα  Πριγκιπόννησια.
Διαμάντια πράσινα, τοπία της ειρήνης,
που  καταλαγιάζουν τα πάθη
μέσα στη γαλήνη των πεύκων τους.
K’ η  θάλασσα παντού·
πανταχού παρούσα στο μαρτύριο μου,
με μια γαλάζια δήθεν ουδετερότητα.

Το σούρουπο, οι ήχοι σου Ιστανμπούλ
γίνονται  χρώματα κι αρώματα
κι εσύ τουλίπα που μόλις κοκκίνισες.
Πόλη των αισθήσεων και των παραισθήσεων,
το φεγγάρι σου πολύ με πονάει.
Τα θέλω μου, βυθίζονται ανικανοποίητα
στα βάθη της ψυχής μου
κι ο χρόνος μαντήλι που σκουπίζει την πίκρα μου.
Κομμάτι σου είμαι Ιστανμπούλ·
κι η  Πόλη μου,
μέσα σου πορεύεται στην τεθλασμένη του χρόνου,
σκεπασμένη με τρία λιθάρια:
Της  θλίψης, της προσμονής και της ελπίδας.
Το φιλί σου φαρμάκι που με μάτωσε,
και ο πόνος μου δάκρυ μαλαματένιο.
Ας  γίνει ό, τι και όποτε θέλει ο Θεός.
Μόνο αυτός γυρίζει πίσω το ποτάμι.

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΨΑΡΙ / Βαραλής Νίκος,


Ξέρω ότι το ψάρι πλέει στο όνειρο του Θεού,
το ξέρω γιατί γλιστράει στην σιωπή
ως νότα στον υδράργυρο.
Το παιδί φωνάζει μες στον ύπνο του
κι εμείς ξυπνάμε στο μάτι μιας βελόνας.
Ξέρω ότι είμαστε φτιαγμένοι από σκόνη
ενός άγνωστου γαλαξία που γλιστράει σαν ψάρι
και τα λέπια του ακόμα πληγώνουν τον ύπνο.
Το παιδί δεν μιλάει
ακούει μια μανόλια στον κήπο που ανθίζει.
Ξέρω ότι είμαστε από αέρα και σύννεφο
που Λόγος μας έδωσε σχήμα
αλλά είμαι ευάλωτος, αφηρημένο φίδι.
Το παιδί όμως ξέρει, έχει ακόμα μια πίτα στρογγυλή
που μοιάζει με άψητο φεγγάρι και τη θέλει.
Ξέρω ότι δεν μοιραζόμαστε τον ίδιο κόσμο,
ωστόσο πρέπει να κατανεύσεις
κι αν κάτι είναι παράταιρο
να το αφήσεις στον κήπο με τις πανσέληνους
που σε κρατάνε ζωντανό.
Το παιδί τηλεφωνεί συνεχώς στο Θεό
και γεμίζει ο χρόνος Κυριακές,
Κολυμπάμε σε ένα καταδεκτικό σύμπαν
ο καθένας μας ένα ιερογλυφικό του χρόνου
που το χαϊδεύει το μάτι του Θεού
με συγκατάβαση.

ΚΑΤΑΝΤΙΑ.... / Θύμιος Κορίνης


Μες την πόλη περπατάω
και τους φίλους συναντάω
έχουν νεύρα τεντωμένα
 και τα μάτια βουρκωμένα
μες τι φτώχια και ανεργία
διαλύθηκε η κοινωνία.
Κάποιοι είχανε δούλες
που εμείνανε στο χθες
Κάποιοι είχαν πέντε φράγκα
που τα έφαγε η μαρμάγκα.
Η άλλοι χάσαν και τα σπίτια
και πάνε τώρα στα συσσίτια
τα λεφτά έχουν στερέψει
και τ'αφεντικα έχουν αγριέψει
για τους εργάτες δε ρωτάνε
 μόνο για να κονομάνε.
Εισφορές τους βάνουν λίγα
όσο οπού χορταίνει η μύγα.
Η κυβέρνησης κοροϊδεύουν
 πέντε χρόνια μαγειρεύουν
και δεν ξέρουν τη ζητάνε
και δεν ξέρουν που μας πάνε.
Κάποιοι θέλουν δεξιά
η άλλοι πια αριστερά
και η Ευρώπη η γριά
που μας κάνει το πασά
θέλει να μας εξοντώσει
 και από μας πια να γλιτώσει.
Λένε πάντα και τα ίδια
 και μας τρώνε τα μαύρα φίδια
κι η δική μας που το πάνε
πολύ το σκηνή τραβάνε..
καπιταλισμός πολύ σκληρό
είναι αυτό με το ευρώ
με το ευρώ πια,δε μπορούμε
 έξω , δεν πρέπει να βγούμε
τη θα γίνει ποιος το ξέρει
και το αύριο τη θα φέρει...?

Θύμιος Κορίνης

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΣΕΙΣ / Αλεξανδρής Γεώργιος


 
 
Πάνω από το σκήνωμα  της ιστορίας,
αλυχτούν νιόκοποι προφήτες και κριτές,
βυσσοδομούν παλιοί ταγοί και στοχαστές
και οι άλλοι, σωπαίνουν και ισορροπούν
συνωμότες βέβηλοι και απαθείς λιτανευτές .
Όλοι τους το γνωρίζουν και  ομονοούν
πως τούτη η έκπτωτη γνώση και αξία
ποτέ της δεν ήταν διδαχή και συμμόρφωση
ούτε ανάπλαση μνήμης και χρόνου αντιγραφή
παρά μια συνεχής και ασπούδαστη αρχή
σ’ ένα επαναλαμβανόμενο δίχως στίγμα τέλος.
Παράσταση, μία ως ανάθεμα και μία ως ευχή.
 
Μπροστά από τους ελεήμονες καιρούς οι ανάγκες
και οι εμπνεύσεις πίσω από την απροσποίητη οργή,
πεισματικά γυμνώνουν συνθήματα και ρήσεις,
μ’ ευλάβεια ξορκίζουν εφησυχασμούς και πλάνες
και διορατικά ερμηνεύουν εποχές και συνειδήσεις.
Μηνύματα, χρησμοί και επαγγελίες τους καλούν
στης γνώσης το δικαίωμα στο χρέος της ευθύνης
αλλά κανείς δεν είναι εκεί τις μαρτυρίες να δικαιώσει
ούτε εκείνοι οι άσπιλοι στο παραλήρημα της ηθικής
ούτε και τούτοι οι άμοιροι με τη συνέπεια της σιωπής
αφού στην ιδιώτευση τη ζωή τους προλαβαίνουν.
Η αθώωση, μία ως συναλλαγή και μία ως συνενοχή.

Δημήτρης Α. Δημητριάδης: Οκτώ(8) ποιήματα




Μη γυρεύοντας τίποτα

Χρόνια πολλά κατοικώ τόπους απελπισμένων.
Σειρές ατέλειωτες
φάλαγγες να γνέφουν
μπροστά στην ένοχη μνήμη

ν’ ανηφορίζουν
στα σοκάκια με τους νεκρούς φανοστάτες
ιππεύοντας τους λυγμούς
σκαρώνοντας λέξεις σ’ αρχαία ικριώματα

ψηφίδες μιας άγριας μελωδίας

να περνούν μες στις μαύρες φωτιές
στις μαύρες κηλίδες
να περνούν και να χάνονται στις θολωτές σιωπές

μη γυρεύοντας τίποτα
μη γυρεύοντας γουλιά
ούτε διπλώνοντας τη μέση για το γρόσι.

***

Δεν έχει

Σκορπισμένοι σ’ ένα γέλιο
σ’ ένα ανέκδοτο
στις προεκτάσεις μιας κάλπης

ρημάξαμε.

Δεν έχει άλλο πιο πέρα
δεν έχει.

***
Σ’ αυτούς τους δρόμους πώς να περπατήσεις;

Σ’ αυτούς τους δρόμους
δεν μπορείς να περπατήσεις
γέμισαν νέους σκοπούς
εσωτερικές συμπλοκές.

Σφυρίζει ο άνεμος
τραυλίζει ο λόγος
η μνήμη τρίζει.

Σ’ αυτούς τους δρόμους στενάζει η ψυχή μου
σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει.

***
Φυλάξου

Η αυταπάτη έρχεται πάλι
με τα δώρα της Κίρκης
κι εκείνο το τραγούδι των Σειρήνων
που απλώνεται σαν πυρετός.

Φυλάξου.

***

Πονά το αίμα μας

Κανείς κι απόψε
δε γεννιέται κανείς

ένας θεός ή ένας δαίμονας
μας αφήνει γυμνούς για να παγώνουμε
νηστικούς για να πεινούμε

μας ρήμαξε το έρεβος των οραμάτων

τα μέλη μας τρέμουν
τα σπλάχνα μας έχουν τον πυρετό της πυρκαγιάς
πονά το αίμα μας.

***
Κάποιοι μονάχοι την κουβαλάνε πια

Τις λύπες σέρνει η χώρα μου
μαρτυρολόγια υφαίνει.

Απ’ τον ξύπνο στον ύπνο έπεα πτερόεντα
πληγές αγιάτρευτες
τίποτα να ησυχάσει ο νους
να μην πονάει ο πόνος.

Κάποιοι μονάχοι την κουβαλάνε πια
μυστικά στο δρόμο του ο καθένας
μονάχα αυτοί γνωρίζοντας το φως
το άρωμά της

σε σκοτάδια κι ερημιές σωπαίνοντας
και δημιουργώντας μοναχοί τους.
***
Καλύτερα

Καλύτερα έτσι
συλλέκτης λέξεων
σκηνίτης των λέξεων
στοιβαγμένος μαζί με τις λέξεις.
Καλύτερα σου λέω.


Η έκρηξη θα βρει τον εαυτό της

Κάποια στιγμή
η έκρηξη θα βρει τον εαυτό της.
Διαβάστε τις αδέσποτες αφίσες
τα γκράφιτι
περπατάτε στις συνοικίες.

Ακούστε τη φωνή των πλησιαζόντων.

Η έκρηξη θα βρει τον εαυτό της / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Κάποια στιγμή
η έκρηξη θα βρει τον εαυτό της.

Διαβάστε τις αδέσποτες αφίσες
τα γκράφιτι
περπατάτε στις συνοικίες.


Ακούστε τη φωνή των πλησιαζόντων.

Καλύτερα / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Καλύτερα έτσι

συλλέκτης λέξεων
σκηνίτης των λέξεων
στοιβαγμένος μαζί με τις λέξεις.


Καλύτερα σου λέω.

Κάποιοι μονάχοι την κουβαλάνε πια / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Τις λύπες σέρνει η χώρα μου
μαρτυρολόγια υφαίνει.

Απ’ τον ξύπνο στον ύπνο έπεα πτερόεντα
πληγές αγιάτρευτες
τίποτα να ησυχάσει ο νους
να μην πονάει ο πόνος.

Κάποιοι μονάχοι την κουβαλάνε πια
μυστικά στο δρόμο του ο καθένας
μονάχα αυτοί γνωρίζοντας το φως
το άρωμά της

σε σκοτάδια κι ερημιές σωπαίνοντας

και δημιουργώντας μοναχοί τους.

Πονά το αίμα μας / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Κανείς κι απόψε
δε γεννιέται κανείς

ένας θεός ή ένας δαίμονας
μας αφήνει γυμνούς για να παγώνουμε
νηστικούς για να πεινούμε

μας ρήμαξε το έρεβος των οραμάτων

τα μέλη μας τρέμουν
τα σπλάχνα μας έχουν τον πυρετό της πυρκαγιάς

πονά το αίμα μας.

Φυλάξου / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Η αυταπάτη έρχεται πάλι
με τα δώρα της Κίρκης
κι εκείνο το τραγούδι των Σειρήνων
που απλώνεται σαν πυρετός.


Φυλάξου.

Σ’ αυτούς τους δρόμους πώς να περπατήσεις; / Δημητριάδης Α. Δημήτρης



Σ’ αυτούς τους δρόμους
δεν μπορείς να περπατήσεις
γέμισαν νέους σκοπούς
εσωτερικές συμπλοκές.

Σφυρίζει ο άνεμος
τραυλίζει ο λόγος
η μνήμη τρίζει.

Σ’ αυτούς τους δρόμους στενάζει η ψυχή μου

σ’ αυτούς τους δρόμους αργοσβήνει.

Δεν έχει / Δημητριάδης Α. Δημήτρης




Σκορπισμένοι σ’ ένα γέλιο
σ’ ένα ανέκδοτο
στις προεκτάσεις μιας κάλπης

ρημάξαμε.

Δεν έχει άλλο πιο πέρα

δεν έχει.

Μη γυρεύοντας τίποτα / Δημήτρης Α. Δημητριάδης




Χρόνια πολλά κατοικώ τόπους απελπισμένων.
Σειρές ατέλειωτες
φάλαγγες να γνέφουν
μπροστά στην ένοχη μνήμη

ν’ ανηφορίζουν
στα σοκάκια με τους νεκρούς φανοστάτες
ιππεύοντας τους λυγμούς
σκαρώνοντας λέξεις σ’ αρχαία ικριώματα

ψηφίδες μιας άγριας μελωδίας

να περνούν μες στις μαύρες φωτιές
στις μαύρες κηλίδες
να περνούν και να χάνονται στις θολωτές σιωπές

μη γυρεύοντας τίποτα
μη γυρεύοντας γουλιά

ούτε διπλώνοντας τη μέση για το γρόσι.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Λόγος περί των πολλών ποιητών και των πολλών ποιήσεων

  γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

    Ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος σε ομιλία του στην εκδήλωση τού περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες» πού έγινε προς τιμήν του στο «Σπίτι της  Κύπρου» στις 8-12-1997, είπε πως είχε γράψει το παρακάτω χαϊ-κού:

Όλοι χωράμε
Οι ζωντανοί και οι νεκροί
Σ΄ ένα ποίημα.

   εννοώντας προφανώς ότι η τέχνη της ποιήσεως  μπορεί να υπηρετηθεί από όλους τους ανθρώπους και πως χωράει μέσα της ολόκληρη η «μνήμη του κόσμου»

    Αναφέρομαι δε σχετικά με παρακάτω λόγια,  γιατί αισθάνομαι άσχημα όταν διαβάζω να γράφεται σε διάφορους ποιητικούς τόπους του διαδικτύου αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πως,  οι ποιητές έγιναν πολλοί, με τέτοιο τρόπο όμως που να υποδηλώνει με στόμφο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι, στοχοποιώντας ουσιαστικά τους αδυνάτους στη τέχνη της γραφής και εξαιρώντας αυτούς (ζωντανούς και νεκρούς) που είτε έχουν καταξιωθεί ως ιερά τέρατα της ποιήσεως, οπότε κανείς μα κανείς δεν μπορεί να τους πιάσει στο στόμα του και να πει και μια δεύτερη κουβέντα ( πέθανε ένας καλός ποιητής, κατά το όμοιο: πάει ένας καλός άνθρωπος, ήταν ένας  καλός άνθρωπος) είτε έχουν ανεβεί το δρόμο του Γολγοθά, έχουν σταυρωθεί και τώρα οι Ποιητικές τους Συλλογές βρίσκονται στα δεξιά του πατρός της Ποιήσεως.
       Και ενώ με ασάφεια προσδιορίζεται από ετεροδημότες αυτής της τέχνης, η κατηγορία εκείνων των ανθρώπων που έχουν το δικαίωμα στο χτίσιμο ποιημάτων, δεν συγκεκριμενοποιείται αυτή η κατηγορία. Έχουν λοιπόν δικαίωμα ποιήσεως οι χτίστες, οι σοβατζήδες, οι καλουπατζήδες, οι σιδεράδες, οι απλοί εργάτες και γεωργοί ή μόνο οι διδάκτορες Πανεπιστημίων, φιλόλογοι, φιλόσοφοι, διάσημοι αστέρες του χώρου του θεάματος, τραγουδοποιοί και γενικά αυτοί που έχουν σπουδάσει το αντικείμενο της γλώσσας; Ή τελειώνοντας θα αναγνωρίσουμε αυτό το δικαίωμα σε όλους μα όλους τους ανθρώπους; Αλλιώς,  γιατί να αναφερόμαστε σε πολλές ποιήσεις σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ποτέ ή σε εκείνους που χαθήκαν, σκοτώθηκαν, εξαφανιστήκανε;
      Κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε εκείνους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Δεν θα μπορεί κανείς να ασχοληθεί πλην εκείνων που η επιστήμη θα δικαιώσει την αξία τους και θα μπορούσαν να γίνουν πρωταθλητές. Τότε όμως, τότε πως θα μπορούσε να σταθούν όλα αυτά τα πρωταθλήματα, όλες αυτές οι κατηγορίες αθλημάτων όπου δεκάδες νέοι, γέροι και παιδιά ασχολούνται με το σώμα τους, ώστε να στεγαστεί εκτός  από τον απαίδευτο νου και η ματαιοδοξία τους. Αθλούνται,  καταναλώνοντας τον προσωπικό ελεύθερο τους χρόνο και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή που η προσπάθειά τους θα αμειφθεί  με μία ανώτερη κατηγορία, με μία πρωταγωνιστική θέση, με ένα μετάλλιο. Και ενώ λοιπόν όλοι έχουν το δικαίωμα να αθλούνται λίγοι θα ξεχωρίσουν και ελάχιστοι, οι καλύτεροι, οι μέγιστοι, οι άριστοι θα οδηγούν μπροστά. Μήπως,  κάπως έτσι,  θα πρέπει να δεχτούμε και την ενασχόληση των ανθρώπων με την ποίηση;
       Στη νέα εποχή, τουλάχιστον στην επικοινωνία που ξημέρωσε και συνεχώς βελτιώνει τις επαφές των ανθρώπων, θα πρέπει να έχουμε τη θέληση και να μπορούμε να ακούμε και να διαβάζουμε τον καθένα. Άλλοι θα γράψουν καλά, κάποιοι καλύτερα και άλλοι, ίσως οι εκλεκτοί και προικισμένοι με εκείνο το χάρισμα του θεού, που αντί για δάκτυλα θα έχουνε πέννες και οι άλλοι που η σκληρή εργασία θα τους καταστήσει μπροστάρηδες, θα συνθέσουν τα άριστα, τα καλύτερα, τα ιερότερα των ποιήσεων. Πριν από χρόνια με είχε απασχολήσει και εμένα προσωπικά το θέμα, αναρωτηθείς: «μα καλά τι χρειάζονται τόσοι ποιητές» και μάλιστα το είχα συζητήσει και με ορισμένους άλλους συνοδοιπόρους.  Με τη σκέψη αυτή όμως,  χωρίς να το επιθυμούμε χτίζαμε, ανεπίτρεπτο φυσικά, τοίχους και φράχτες. Σήμερα η σκέψη αυτή έχει διαγραφεί  οριστικά από το αλφαβητάρι της ποίησης.

Αν η ποίηση λοιπόν,
είναι μία έκρηξη συναισθημάτων,
εάν η ποίηση είναι ένα όνειρο,
εάν η ποίηση είναι η ζωή των τεσσάρων εποχών,
εάν η ποίηση είναι γνώση,
εάν η ποίηση είναι έρωτας και πόνος,
εάν η ποίηση είναι ανάγκη,
είναι ομορφιά μα και ασχήμια,
είναι το θελκτικό μα και η αποστροφή,
είναι το αληθινό μα και το ψεύτικο,
είναι ο πόλεμος μα και η ειρήνη,

ποιος θα μπορούσε να πει με απόλυτη σιγουριά, πως αυτός ή εκείνος, πως αυτοί αλλά και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα να προσπαθήσουν να γίνουν ποιητές, να εκφραστούν και να εκθέσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις δράσεις του εγώ τους, τη ζωή τους, μέσα από το κατανοητό και το ακατανόητο.

  Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε πως : «Η  ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα.» και πως «είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα»
Ο Κώστας Καρυωτάκης είπε: «Η Ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε»
Ο Κώστας Μόντης αναρωτήθηκε: «Αφού δεν είπες τίποτα κύριε ποιητή, γιατί ενόχλησες τις λέξεις;»
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες επισήμανε: « Όταν διαβάζουμε ένα καλό ποίημα, φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας»

Και δεκάδες άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών τόνισαν την αναγκαιότητα των ποιητών και της ποίησης, που θα ήταν αδύνατο να αναφέρουμε στις λίγες αυτές σελίδες αυτής της ανάρτησης.


    Ας αφήσουμε λοιπόν τους απλούς κτίστες αυτού του κόσμου να γράφουν ποιήματα, σε μια προσπάθεια να βρούνε το καταφύγιό τους. Αν η προσπάθεια δεν έχει το τέλος που θα προσδοκούσαν και πεθυμούσαμε μπορούμε να ρωτήσουμε γιατί ενοχλήθηκαν οι λέξεις. Να είστε όλοι σίγουροι, πως στο τέλος η θάλασσα θα ξεβράσει κάθε τι άσχημο και πως θα αφήσει επάνω της να πλέουν,  στα καταγάλανα νερά της τα ωραιότερα και οι σπουδαιότεροι. 

Πηνελόπη Γιώσα (μικρή αναφορά)

Η Πηνελόπη Γιώσα κατάγεται από τα Ιωάννινα. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.  

Ποιητικές Συλλογές: 


  • «Ενδόμυχα» (2011) (Ηριδανός)
  • «Ανάδοχοι Καιροί» (2017) (Γκοβόστης)


Η ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ / Πηνελόπη Γιώσα


Και τι απέμεινε;
Μονάχα οι πτυχές στα σεντόνια
κι η απόπνοια της ζώσας ύλης
μετά τον κάματο της ένωσης·
ενθυμήματα κι αυτά που βιάζονται να φύγουν
με το γρήγορο του λεπτοδείκτη πέρασμα.
Μονάχα η θυμέλη της κλίνης απέμεινε εκεί
να στέκεται βουβή κι ακλόνητη
μες στων ξεχασμένων κορμιών το ανάθημα
στης ηδονής τη χθόνια θεότητα
θυμίζοντας πάντα σαδιστικά
την ασυγχώρητη λιποταξία του λογισμού.

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ / Γιώσα Πηνελόπη


Οι δάσκαλοι που γέρασαν
οι γονείς που απέκτησαν ανάγκες δεκανίκια
θυμίζουν ανελέητα τα τριάντα ορφανά χρόνια μου
που ξεπαγιάζουνε γυμνά έξω απ’ την πόρτα.
Με μεγαλώσανε απότομα ή μου φαίνεται;
Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά μ’ αποκαλούν κυρία
το ίδιο και τα παιδιά στον δρόμο όταν περνώ.
Οι συνομήλικοι στην πλατεία
σέρνουν καροτσάκια, ζουν συντροφικά
επιμελώς οικογενειακά
αφελώς μεγαλοαστικά
Άραγε στον χρόνο τους χωρά η αναπόληση
με τα ταξίδια της;
Κι εγώ να νιώθω μέσα μου
σαν το παιδί που ήμουνα στα δώδεκα
αυτό που παίζει με τις κούκλες
χτενίζει το μέλλον
ταΐζει τα όνειρα
φασκιώνει τις ρέουσες μέρες της αθωότητας
μην εισχωρήσει απ’ τη σχισμή λαθραία η γνώση
και συγκαούνε πρώιμα μαζί της.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΦΤΙΣΤΙΚΟΣ / Γιώσα Πηνελόπη


Βαραίνει στο λαιμό η ευσέβεια
σε καιρούς ασεβείς.
Σαν χθες θαρρώ πως ήτανε που γεννηθήκαμε
ευλαβικά μας μύρωσαν στο μέτωπο οι μοίρες
ενώ τα κλάματα προεξοφλούσαν βάφτισμα
σε κολυμπήθρα πιστωμένων ενοχών.
«Απετάξω τω Σατανά;»
«Απεταξάμην».
Κύριε φανού ίλεως αν λησμόνησα
την παραπάνω διαβεβαίωση.
Ήταν τα χείλη του αναδόχου που την ξεστόμισαν
θαρρετά και για λογαριασμό μου,
όταν εγώ αδυνατούσα ν’ αρθρώσω
ελάχιστη μετάνοια.

Οίκαδε / Πηνελόπη Γιώσα (απόσπασμα από το ποίημα)

Έρχομαι από τη βορεινή Αλβιόνα,
εκεί που τα χέρια τρέμουν απ’ το κοντανάσαιμα τ’ ουρανού
και τα σύννεφα είναι λεχώνες με στήθη πρησμένα δάκρυα.
Το χώμα σκαρώνει χρυσομαλλούσες κόρες,
να θυμίζουν τα φωτερά κεφαλάκια τους
τον Ήλιο που σπάνια καταδέχεται να ξεπροβάλλει.
Φέρτε μου τον βράχο τον θαλασσινό
να ξαποστάσω.
Εκείνον που ο Οδυσσέας είχε για πόντιουμ
όταν μιλούσε στον ωκεανό κι έπειθε τις εφτά θάλασσες
ότι θα μείνουν για πάντα αλησμόνητες
μέσα στα πελαγίσια μάτια του.
Θέλω εφτά μερόνυχτα για να τινάξω από πάνω μου
το βροχόνερο της άλλης πατρίδας.
Μούσκεψε κι ο νους απ’ τις ρανίδες
που ξεμυτίζουν πάντα απρόσμενα
μέσα απ’ των σκαιών σύννεφων τα σπλάχνα˙
τι θες και τα σκαλίζεις;
Μονάχα αναφιλητό κι αλλοφροσύνη θα’ βρεις.
Σου το’ χα πει κάποτε, θυμάσαι;
Να στρέφεις πάντα την πυξίδα σου στα νότια,
σε κλίμα Μεσογειακό.
Εκεί πάντα θα υπάρχει
ένας ανεμόμυλος να σε περιμένει,
ιστίο ασιδέρωτο, απλωμένο στην ελευθερία
των επάλξεων,
τσιτωμένο από τον Μπάτη που φυσάει
την ωραία του τόλμη να ταξιδεύει μονάχο του
σ’ άγνωστα μονοπάτια που θα το βγάλουν
σ’ έναν Σάντζο Πάντζα ή σ’ ένα Φιλοκτήτη˙
να σέβεσαι πάντα τους πιστούς ουραγούς των ηρώων.
Υποβαστούν διπλά τον κόσμο της Μεσόγειου
μες στα στιβαρά τους όνειρα,
μες στην ευπιστία του αγώνα.
Χωρίς εκείνους άραγε η θάλασσα θα ήτανε δικιά μας;