Νεράιδα του Βόσπορου, χιλιοπρόσωπη Πόλη,
γαλέρα φορτωμένη από καλούδια και μυρωδιές.
Ασάλευτη από χρόνια ταξιδεύεις
μέσα σε μια αιχμηρή μελαγχολία,
ακουμπισμένη σ’ ένα παρακλητικό τροπάριο.
Εσύ σκλάβα του Πορθητή σου,
κι εγώ εξόριστος του Γένους μου,
μια μνήμη προφητική καρτερώ
να σε λευτερώσει.
Μ’ αφού το αύριο είναι μυστήριο
και το σήμερα δώρο πολύτιμο,
ας περπατήσουμε μαζί Ιστανμπούλ,
ν’ ακούσουμε το τραγούδι σου·
στους πλούσιους χυμούς της ομορφιάς σου
να υποκλιθούμε.
Εσύ ξεναγός μου στο αδήριτο σήμερα,
κι εγώ τα φαντάσματα της Πόλης μου να κυνηγώ,
σκορπισμένα σπαράγματα στα σοκάκια σου.
Εσύ κάτω από τον γκρίζο τρούλο του Σουλεϊμανιέ
ξυπόλυτη πας για προσευχή,
κι εγώ την Πλατυτέρα των ονείρων μου ν’ αναζητώ,
στη σκιά της ματωμένης της σοφίας.
Εσύ το κορμί σου να σμιλεύεις
εκεί που τρέμει ο αφαλός της χανούμισσας,
κι εγώ τ’ ανομήματά μου να πλένω
σε κρήνες μαρμάρινες.
Εσύ στο παζάρι της σκεπαστής στοάς,
κι εγώ την οδό του μαρτυρίου μου ν’ ανεβαίνω,
ακούγοντας τον αλαλαγμό τ’ αφηνιασμένου όχλου.
Εσύ ταξίμι ανατολίτικο,
που τραγουδάει ένα ούτι από σφεντάμι,
κι εγώ λυγμός που αναβλύζει
από την αστείρευτη πηγή της μνήμης μου.
Πίσω απ’ τα τείχη της φαντασίας μου, αν παραμονέψω,
με τον αστερισμό του Ωρίωνα να λαμπιρίζει,
τις βυζαντινές φάλαγγες θα δω
να τραβούν για την Ανατολή.
Στο βαπόρι αν ανέβω και ανοιχτώ,
ποντισμένα στη μνήμη της καρδιάς μου
τα Πριγκιπόννησια.
Διαμάντια πράσινα, τοπία της ειρήνης,
που καταλαγιάζουν τα πάθη
μέσα στη γαλήνη των πεύκων τους.
K’ η θάλασσα παντού·
πανταχού παρούσα στο μαρτύριο μου,
με μια γαλάζια δήθεν ουδετερότητα.
Το σούρουπο, οι ήχοι σου Ιστανμπούλ
γίνονται χρώματα κι αρώματα
κι εσύ τουλίπα που μόλις κοκκίνισες.
Πόλη των αισθήσεων και των παραισθήσεων,
το φεγγάρι σου πολύ με πονάει.
Τα θέλω μου, βυθίζονται ανικανοποίητα
στα βάθη της ψυχής μου
κι ο χρόνος μαντήλι που σκουπίζει την πίκρα μου.
Κομμάτι σου είμαι Ιστανμπούλ·
κι η Πόλη μου,
μέσα σου πορεύεται στην τεθλασμένη του χρόνου,
σκεπασμένη με τρία λιθάρια:
Της θλίψης, της προσμονής και της ελπίδας.
Το φιλί σου φαρμάκι που με μάτωσε,
και ο πόνος μου δάκρυ μαλαματένιο.
Ας γίνει ό, τι και όποτε θέλει ο Θεός.
Μόνο αυτός γυρίζει πίσω το ποτάμι.