«Ριγμένη άμμος, πονάω.. Πάρε το δόντι από το φως.
Πίσω βάρκες πολιορκούν το τρίμα του βουνού. Νυχτώνει.
Έρχεται Τροία απ’ τα παράθυρα...
περνάει στο κύμα καίει, σου μιλάω.
Ξέρω τη λάμψη. Το ξυράφι του χρόνου, πεινά.
Φύλαξε τη γυμνή προσευχή μέσα στα πόδια σου
γιατί έχει παγωνιά, πονάω…»
Εδώ βρήκαμε τα αγάλματα πνιγμένα.
Έταζε ο τρελός κι η θάλασσα αίματα γέμουσα.
Ύστερα έβρεξε νεκρούς και δόντια
μπήκαν απ’ το παράθυρο, τόνοι πορφύρας
Τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο. Στέκονται στα σφιγμένα δόντια του χρόνου και αναζητούν ένα αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι. Ύστερα έρχεται καπνός, και τα μάτια του παιδιού μπαίνουν στο συρτάρι. Οι άλλοι γύρω δεν βλέπουν γιατί το συνέδριο για την μετανάστευση αρχίζει.
Πριν από δω, λοιπόν, ζωγραφισμένη στους τείχους ήταν
μια σπείρα παλιά, αυτή που μας δένει με τα δεσμά της εξουσίας,
και παίζει ζάρια, τις ζωές μας
Και ήρθε μαύρος, λέγοντας: «ορίστε ερείπια
η πολιτεία των συλλαβών μου, ορίστε αίμα.
Ορίστε δάκτυλα παιδιών να φτύνουν άμμο.
Και τα καρφιά εδώ, τα αγκάθια και το μαστίγιο εδώ.»
Στα μάτια του παιδιού πέφτει χιόνι. Το τοπίο κρέμεται στις άδειες κόγχες που αναζητούν επιμόνως ένα αύριο, το χάδι του Θεού. Έρχεται ύστερα άμμος και τα μάτια του παιδιού κοιμούνται στο συρτάρι. Γύρω του συνεχίζεται συνέδριο για την μετανάστευση.
Γύρισε ματωμένο το φεγγάρι.
Do you remember;
Κόκκινα χέρια, σίδερο, do you;
Ξέρω τη μύτη της βροχής, πεινάει λαιμούς ενίοτε και σβήνει
Τη μνήμη σβήνει, τα χλωρά σβήνει του ήλιου καλάμια.
Χιλιάδες μάτια βρέχει απόψε ο ουρανός,
χιλιάδες χέρια, χιλιάδες αύριο σπασμένα, την αυγή την ώρα
που καίγεται ο σκορπιός.
Και εμείς τι; φωνάζοντας στη δημοσιά;
εμείς ο σκορπιός , ένα μακρύ ποτάμι
που δαγκώνει το χρόνο του.
Πήγαινε πίσω, του λέμε, απλά
σήμερα σπάζει ο Κρόνος την παγίδα του ουρανού
κι χύνονται μυαλά της μέλλουσας ανατολής και μια σιωπή…
μια σιωπή, …….
κι ένα τραγούδι
από παλιά
μέσα στη νύχτα…
νεκρών πεσόντων ους εμάρψαμεν ποσίν,
χείλιοι φονηές είμεν….
Έταζε ο τρελός κι η θάλασσα αίματα γέμουσα.
Ύστερα έβρεξε νεκρούς και δόντια
μπήκαν απ’ το παράθυρο, τόνοι πορφύρας
Τα μάτια του παιδιού περιτρέχουν το τοπίο. Στέκονται στα σφιγμένα δόντια του χρόνου και αναζητούν ένα αύριο, μια κατάφαση, έστω ένα χάδι. Ύστερα έρχεται καπνός, και τα μάτια του παιδιού μπαίνουν στο συρτάρι. Οι άλλοι γύρω δεν βλέπουν γιατί το συνέδριο για την μετανάστευση αρχίζει.
Πριν από δω, λοιπόν, ζωγραφισμένη στους τείχους ήταν
μια σπείρα παλιά, αυτή που μας δένει με τα δεσμά της εξουσίας,
και παίζει ζάρια, τις ζωές μας
Και ήρθε μαύρος, λέγοντας: «ορίστε ερείπια
η πολιτεία των συλλαβών μου, ορίστε αίμα.
Ορίστε δάκτυλα παιδιών να φτύνουν άμμο.
Και τα καρφιά εδώ, τα αγκάθια και το μαστίγιο εδώ.»
Στα μάτια του παιδιού πέφτει χιόνι. Το τοπίο κρέμεται στις άδειες κόγχες που αναζητούν επιμόνως ένα αύριο, το χάδι του Θεού. Έρχεται ύστερα άμμος και τα μάτια του παιδιού κοιμούνται στο συρτάρι. Γύρω του συνεχίζεται συνέδριο για την μετανάστευση.
Γύρισε ματωμένο το φεγγάρι.
Do you remember;
Κόκκινα χέρια, σίδερο, do you;
Ξέρω τη μύτη της βροχής, πεινάει λαιμούς ενίοτε και σβήνει
Τη μνήμη σβήνει, τα χλωρά σβήνει του ήλιου καλάμια.
Χιλιάδες μάτια βρέχει απόψε ο ουρανός,
χιλιάδες χέρια, χιλιάδες αύριο σπασμένα, την αυγή την ώρα
που καίγεται ο σκορπιός.
Και εμείς τι; φωνάζοντας στη δημοσιά;
εμείς ο σκορπιός , ένα μακρύ ποτάμι
που δαγκώνει το χρόνο του.
Πήγαινε πίσω, του λέμε, απλά
σήμερα σπάζει ο Κρόνος την παγίδα του ουρανού
κι χύνονται μυαλά της μέλλουσας ανατολής και μια σιωπή…
μια σιωπή, …….
κι ένα τραγούδι
από παλιά
μέσα στη νύχτα…
νεκρών πεσόντων ους εμάρψαμεν ποσίν,
χείλιοι φονηές είμεν….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου