Φοβόσουν να βλέπεις το σπίτι ν' αδειάζει.
΄Ακουγες τη φωνή του παλιατζή
κι έκρυβες τα κλειδιά της αποθήκης
με το μαγκάλι της γιαγιάς και την πινακωτή.
Σ' άρεσε να κλείνεσαι με τις ώρες στα δωμάτια,
μελετώντας τα πράγματα που μοιράστηκαν τη ζωή μας.
Έπαιρνες το πανί κι εγώ δεν ήξερα
αν ήταν για να τα ξεσκονίσεις
ή για να τα χαϊδέψεις,
προσπαθώντας μάταια κι εσύ να κρατηθείς,
αν και μπορούσες να το βλέπεις καθαρά : Πριν
από τα σπίτια είμαστε εμείς που αδειάζουμε.
΄Ακουγες τη φωνή του παλιατζή
κι έκρυβες τα κλειδιά της αποθήκης
με το μαγκάλι της γιαγιάς και την πινακωτή.
Σ' άρεσε να κλείνεσαι με τις ώρες στα δωμάτια,
μελετώντας τα πράγματα που μοιράστηκαν τη ζωή μας.
Έπαιρνες το πανί κι εγώ δεν ήξερα
αν ήταν για να τα ξεσκονίσεις
ή για να τα χαϊδέψεις,
προσπαθώντας μάταια κι εσύ να κρατηθείς,
αν και μπορούσες να το βλέπεις καθαρά : Πριν
από τα σπίτια είμαστε εμείς που αδειάζουμε.
ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου