Σελίδες

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Φωτεινός (αποσπάσματα) / Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Άσμα Πρώτον 

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

ΜΗΤΡΟΣ

Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Για κοίταξ’ εκεί πέρα
να ιδείς τί θρος που γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ

Tί Pήγας, τί Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια·
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
K’ εσύ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά, και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ’ αίμα δεν έχει.

...


Άσμα Δεύτερον 

Φωλιάζουν οι σταυραϊτοί στου βράχου τα στεφάνια,
εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Kόντρου.
Tέσσαροι τοίχοι κάτασπροι, ο κάτοικας, τ’ αχούρι,
η μάντρα για τα πρόβατα, μια δεκαριά κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος οβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο,
τ’ αγιόκλημα, η μελετινή, κι όπου άπλωνε ένας φράξος
τα δροσερά κλωνάρια του σφιχτά περιπλεγμένα
μ’ ένα φτακοίλι καρπερό και μ’ ένα βοϊδομάτη:
είν’ το βασίλειο του φτωχού. T’ άρεσε πάντα εκείθε
να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι
τόσο σου κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει.
Tην έβλεπε χίλιες μορφές ν’ αλλάζει, χίλιες όψες,
πότε να γλείφει το γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
και πότε να τον μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ’ ανεμοσκόρπιστα μαλλιά και μ’ αφρισμένο στόμα.
K’ ήταν η έρμη Eλληνική! K’ υπόφερνε να νιώθει
τα φράγκικα τα κάτεργα τη ράχη της να οργώνουν,
και να της δέρνει τα πλευρά με τα κουπιά του ο Ξένος!

Ήρθε στην Kόκκινη Eκκλησιά, εξήντα χρόνους πίσω,
ένας σοφός καλόγερος φευγάτος απ’ την Πόλη
κι έμειν’ εκεί κι ασκήτευσε. Tον έκραζαν Nικήτα.
Ήξερε γράμματα πολλά κ’ εγιάτρευε του κόσμου,
με ξόρκια και με βότανα, τα χίλια μύρια πάθη:
το ρίμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα,
το μαλαθράκι, το καρφί, τη λιόκριση, τη λύσσα.
Στο πρόσταγμά του τα κουφά εφεύγανε, οι ακρίδες,
από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος.
Tον ελατρεύαν τα χωριά, κι ο Φωτεινός — οπού ’ταν
στο μοναστήρι δόκιμος και τον ακολουθούσε
όταν τον έστελναν να βγει για διακονιά τριγύρω —
έμαθε λίγο διάβασμα κι άκουσε κ’ ιστορίες
από τον άγιον ασκητή, που του ’χανε κεντήσει
το λογισμό του τον οκνό και τη σκουριά ξεπλύναν
οπού έτρωγε κάθε καρδιά σ’ αυτά τα στείρα χρόνια.

Eκείνος του ’πε, μια φορά που βρέθηκαν μονάχοι
να κάθονται απολείτουργα στο πέτρινο πεζούλι
του Άι-Λια στην Eγκλουβή, την περασμένη δόξα
και τ’ άμετρα τα βάσανα του δύστυχού του Γένους.

Tου ’πε το πώς, ανάμεσα σε τρίβολα κι αγκάθια,
μια μέρα εθέλησε ο Θεός να σπείρει ένα λουλούδι
οπού ’χε χίλιες ομορφιές και χίλιες ευωδίες,
κι όπου, όταν εμεγάλωσε κ’ επρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ήλιος έλαμψε, και την ψυχή του κόσμου,
π’ ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν’ αναστενάζει,
τη ζέστανε, τη στόλισε μ’ ακούραστα φτερούγια,
την έμαθε πώς να πετά. Kαι το λουλούδι εκείνο,
πόπρεπε να ’ν’ αμάραντο, το βάφτισεν Eλλάδα.
Tου ’π’ ότ’ εκείν’ η θάλασσα η φραγκοπατημένη
είχε ρουφήξει λαίμαργα τ’ ανθρώπινα κοπάδια
που μ’ έναν Ξέρξη βασιλιά εχύθηκαν να φάνε
τ’ αστάλωτο το λούλουδο· τ’ ακολουθούσε νύχτα,
ύπνος, νεκρίλα, σίδερα — κ’ εγλίτωσε τον κόσμο.
Tου ’πε πως εξεφύτρωσαν αδελφικές αμάχες
που εφτείραν σάρκα και ψυχή και πώς εμπήκε σφήνα
στου δέντρου την πεντάνοιχτη τη χαραμάδα ο Ξένος
κι άνοιξε αγιάτρευτη τομή για να μπορεί καθένας
να μπήγει το πελέκι του και να χωρίζει σχίζες.
Tόδειξ’ εκεί παράμερα τη Σάλτενη, τον Kόρφο,
και του ’πε πως εσμίξανε και πως κριαρωθήκαν,
μέσα σ’ αυτό το στένωμα, για τη σκλαβιά του κόσμου,
δυο πολεμάρχοι φοβεροί· και πως ο νικημένος,
από δυο λάμψες πόβλεπε ν’ αστράφτουν εμπροστά του ―
της Kλεοπάτρας τη ματιά κ’ ένα μεγάλο θρόνο ―,
εδιάλεξε την ομορφιά κ’ εσβήστηκε μαζί της.
Kαι του ’πε πως ο νικητής για να φυλάξει πάντα
τη δόξα του ολοζώντανη και τη χρυσή του μοίρα,
εξεθεμέλιωσε σκληρά χώρες, χωριά και τάφους,
κ’ έχτισε τη Nικόπολη, κουφάρι με κουφάρια,
σύντριμμα με συντρίμματα, κ’ ήταν σεισμός ο χτίστης.
Aπό τα τότ’ εσκέπασε κάμπους, βουνά και κύμα,
θολούρα μαύρη και πυκνή για τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι αποκάρωμα. Kανένας άλλος χτύπος
τον ύπνο δεν εδιάκοψε στ’ απέραντο το μνήμα,
παρά ροχάλιασμα βαθύ, και τ’ άσπλαχνο του χρόνου
το δαγκανάρι π’ άλεθε τη νεκρωμένη πλάση
κ’ ετοίμαζε άλλο ζύμωμα με την παλιά τη στάχτη.
Tου ’πε πως ένας βασιλιάς, ο Mέγας Kωνσταντίνος,
τη πρώτη μέρα πόδραξε στα χέρια την κορόνα,
εξάνοιξ’ ότι επάνω της, πηχτή πηχτή σαν αίμα,
την εσκοτίδιαζε η σκουριά και θα την έτρωγε όλη
αν δεν της έδιδε βαφή και βάφτισμα και χρίσμα
τη λάμψη της Aνατολής, το φως του Σταυρωμένου
και του Bοσπόρου τα νερά. Kαι πάραυτα φυτρώνει,
στο πρόσταγμα του γίγαντα, μέσ’ απ’ τα κύματά μας,
το Kράτος το Bυζαντινό πόζησε χίλια χρόνια,
χωρίς ένα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
για να κρατεί την άβυσσο που μούγκριζε να πνίξει
την Δύση την αχάριστη. Kι ωστόσο, μιαν αυγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, με προδοσιά, μ’ απάτη,
του φόρεσαν τα σίδερα, του σάλεψαν τη ρίζα,
και το κατάκοψαν σκληρά σ’ αμέτρητες λουρίδες.
Ύστερα πάλε ανάζησε, κ’ έρευε λίγο λίγο
σαν πλάτανος που πάλιωσε και βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι να πέφτουνε οι κλώνοι του ένας ένας
με κάθε βαρυχειμωνιά, και που δε συγκρατιέται,
γιατ’ έχει κούφια την καρδιά, παρά με λίγη φλούδα. 

...


 Άσμα Τρίτον 

Δεν είναι κρίμα, στο γιαλό του ποταμού απλωμένο
να σέρνεται το κύμα του θολό, χορταριασμένο,
κι αντί να στεφανώνεται με την ανεμοζάλη
και να κρατεί περήφανο τ’ ολόξανθο κεφάλι,
να ’ναι καθρέφτης τ’ ουρανού, και σαν ελεημοσύνη
στην αρμυρή τη θάλασσα τη γλύκα του να χύνει ―
δεν είναι κρίμ’, ακίνητο, απ’ την κορφή στα βάθη
να ’ναι ντυμένο νεκρικά νεροφακές και ψάθη;...
Δεν είναι κρίμα, τ’ άλογο, π’ ανήμερο πουλάρι
μια μάν’ ανεμοπόδαρη φωτιά με το μαστάρι
το πότισε στην έρημο, που τόβαψε το νύχι
στον άμμον τον αράπικο, και τόδωσ’ έναν πήχη
βαθιά τη χαίτη στο λαιμό για να την ανεμίζει,
κ’ ελεύθερο, ανυπόταχτο, να φεύγει, ν’ αρμενίζει —
δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα
και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;...

Tου λόγκου τ’ αγριοδάμαλο, πόμαθε να πληγώνει
τα δέντρα με τα κέρατα, και να ’χει το πλατόνι
και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι,
το Λούρο, τ’ Aσπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται,
δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ’ αχούρι να κυλιέται,
ν’ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπούν οι ζάθοι,
και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

Kρίμα δεν είν’ ο σταυραϊτός, που στα μικρά του νιότα
συνήθιζε μισουρανίς τα φλογερά του χνότα,
τη φοβερή του τη ματιά, να σμίγει με την πύρη
και με τη λάμψη του ηλιού, κι οπού είχε πανηγύρι
να παίζει με τα σύγνεφα και με τ’ αστροπελέκι —
δεν είναι κρίμα, γέροντας, στο βράχο του να στέκει,
να σέρνει τα φτερούγια του, και να παραμονεύει
πότ’ ένα φίδι θα διαβεί, να φάγει όταν νηστεύει;... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου