Σε σκιερά λιβάδια και απάτητα βουνά,
μέσ’ απ’ το φύσημα της ιερής βελανιδιάς,
η αγάπη αλαφροΐσκιωτη γεννιέται.
Βοσκός ο πρώτος σου ο βασιλιάς,
χαρούμενο σκοπό η φλογέρα του αφήνει·
η φλαμουριά και το πλατάνι αντιπαλεύουνε,
ψηλότερο από τ’ άλλο ποιό να γίνει.
Πάνω στο σώμα σου φυτρώνει το νερό·
τα μυστικά του ξεδιπλώνει ο Μοράβoς·
ο Δρίνος, ένας σμαραγδένιος ποταμός,
σε ξέφωτη απλωσιά αργοκυλάει ο Σάβoς.
Περήφανη πνοή τα στήθη σου ανασαίνουνε,
μα ’χει η δόξα σου ανάστημα θνητό·
στου κότσυφα την πεδιάδα σε συνάντησα,
στου Αμουράτ το τελευταίο βογγητό.
Στα κόκαλα του Λάζαρου ορκίστηκες,
στο αίμα, που σκεπάζει τ’ άγια σώματα·
ημέρες τελευταίες σου, βυζαντινές,
γεμάτες από επιτάφια αρώματα.
Τζουπάνικα τραγούδια και μια μνήμη μακρινή,
σε θρέφουνε με θυμωμένο γάλα·
ώσπου νερό της λευτεριάς ανάβλυσε,
για να ποτίσει τα παιδιά σου στάλα, στάλα.
Ατέλειωτη η υπομονή σου φιδοσέρνεται,
ξυπόλυτη, σε μονοπάτια ματωμένα·
ξυπνούν οι ήρωές σου απ’ τον ύπνο τους,
καπνίζουν τα Βαλκάνια, στοιχειωμένα.
Στο πράσινο «Νησί της σωτηρίας»,
σε κουρασμένους μαχητές πλέκεις στεφάνια·
«γειά σου Σερβία» ακούγεται σπαρακτικά,
σπονδή σε μια θλιμμένη περηφάνια.
Mαύρα κοράκια σκίζουνε τις σάρκες σου,
ζεστό το αίμα σου, τροφή για τα θηρία·
μες στα θλιμμένα µάτια του πορτρέτου σου,
προβάλλει του Γιασένοβατς η μαρτυρία.
Έπειτα γύρω σου αστέρια αναβοσβήνουν,
λεύτερος άνθρωπος, παγκόσμιος, μεγάλος·
σύντροφοι όλοι σ’ ένα κόσμο αλλιώτικο,
διάπλατο, όπου χωρεί κι ο κάθε άλλος.
Ξέγνοιαστη όπως πάντα κι ευκολόπιστη,
βάζεις τα χέρια σου στη μέση και χορεύεις·
αστέρι κόκκινο καρφώνεις στα μαλλιά,
σ’ ένα καινούργιο όραμα πιστεύεις.
Έβγαινε τότε το ψωμί της μέρας,
πάνω στο χώμα και το όνειρο πλασμένο·
μ’ ανάλατο, δεν είχε νοστιμιά,
κι ας λεν πως ήταν δίκαια μοιρασμένο.
Γυμνός ήτανε ο Χριστός στον τάφο του,
χρόνια θαμμένος μες στη λησμοσύνη·
κι ο Άγιος στα σκαλιά, ρακένδυτος,
ζητούσε τη δική σου ελεημοσύνη.
Τ’ όνειρο που έπλασες έγινε εφιάλτης,
ψεύτικα είδωλα, φθαρμένη γοητεία·
ανέμελη κι ανύποπτη κοιμόσουνα,
στου Tarabić την ξεχασμένη προφητεία.
Τ’ αφεντικά του κόσμου, απροκάλυπτα,
το παρελθόν σε φοβερίζουν να ξεχάσεις·
στον ίσκιο της υποκρισίας τους σε βάζουνε,
μια ψεύτικη ιστορία να διαβάσεις.
Τροχίζουν το μαχαίρι τους καλά,
φοράνε του λευτερωτή το προσωπείο·
πρόσωπά σιδερένια, στάζουν θάνατο,
κι η νίκη τους ρημαγμένο τοπίο.
Στο Πεκ, το Πρίζρεν και την Πρίστινα
είδα σπαράγματα του πόνου και της βίας·
τόποι τρισένδοξοι, αλλοτινών καιρών,
Ιερουσαλήμ, της παλαιάς Σερβίας.
Μπήκα στην εκκλησία της Γκρατσάνιτσας
και πάτησα στην ιερή τη γη σου·
βρήκα τον τάφο σου και έχυσα ρακί,
τραπέζι έστρωσα επάνω στο κορμί σου.
Στη σιωπή του μάρμαρου ακούμπησα,
εκεί που η σάρκα σου κοιμάται στο σκοτάδι·
το δέντρο της ψυχής σου στέκει ζωντανό·
παχύς ο ίσκιος του,με σκέπασε σαν χάδι.
Έφυγα και άφησα λιγνόμορφες σκιές,
ψυχές που διεκδικούν ουράνιο στέμμα·
δάκρυσε πίσω μου η Παναγιά,
τα δάκρυά της ήταν από αίμα.
Τα κόκκαλα της μνήμης σου θαμμένα,
-κόκκαλα της φωτιάς- μέσα στα δάση·
του κόσμου η σφαλερή δικαιοσύνη,
χωρίς ντροπή, τα ξέθαψε να τα δικάσει.
Κρύψε καλά το μυστικό σου φυλακτό,
στου karadzic τα μαγικά τα παραμύθια·
το γέλιο της δαμασκηνιάς ακούγεται,
απ’ τα κλαδιά της, θ’ ανθίσει η αλήθεια.
Τις ώρες του ξοδεύει ο Συμεών,
ηγούμενος, στο Άγιο Χιλανδάρι·
μέρα και νύχτα πολεμάει το κακό,
με το αγιόσχοινο και με το καλαμάρι.
Τη μέρα, με τη νοερή την προσευχή,
πλέκει το κομπολόι της ψυχής σου·
σκυμμένος όλη νύχτα στο χειρόγραφο,
γράφει το αλφαβητάρι της ζωής σου.
Στο αίμα σου κυλάει ο παράδεισος,
παλιό χαρούμενο σκοπό παίζει η μπάντα·
κ’ οι γρανιτένιοι τάφοι των ηρώων σου
μοσχοβολάνε μύρο και λεβάντα.
Λ. Κατσιγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου