Αποκομμένος απ’ τη μάνα σου,
της μοναξιάς σου τον ίσκιο κυνηγούσες,
με την απληστία της γνώσης παραμάσχαλα.
Μέρες φωτεινές,
απ’ του Φώσκολο την αντανάκλαση
και νύχτες που γεννούν την Ειμαρμένη
των στοχασμών σου.
Λίγος ο καιρός για μεγάλες αγάπες·
αυτές που μας ρουφάνε το μεδούλι.
Στην αδιαφορία της Ζάκυνθου,
ύμνους ανταπέδωσες.
Την καταφρόνηση της πατρίδας έζησες
για τις “ Ωδές” της ανομοιοκαταληξίας σου.
Στη ερημιά σου ωριμάζεις με το χρόνο·
φθινόπωρο σκυφτό που δε γελά,
μη καταστρέψει τη μελαγχολία του.
Ώσπου το σώμα κύρτωσε,
στο σχήμα μιας σοφής καμπύλης,
στα όρια μιας κάθετης αξιοπρέπειας,
ανεικόνιστο κι εξοστρακισμένο
απ’ τον ουρανό της πατρίδας του·
εκδίκηση ενός κατάμαυρου ανέφικτου.
Κι έπειτα, ανθολογημένος της ψυχής μας
έφυγες, κρατώντας τις αποστάσεις.
Ένα πορτραίτο φανταστικό άφησες,
και τις χορδές της λύρας σου·
μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι,
που βρέθηκε με τα χρόνια
στ’ ακρογιάλι μιας
παραλειπόμενης ποίησης.
Λ.Κατσιγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου