Σελίδες

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

«Πολύτιμη λήθη», Αντώνης Φωστιέρης / Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2004 (Εκδόσεις Καστανιώτης)

ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ


Απ' την αυλή ακούω το γάβγισμα Του λύκου.
Στα μαλακά του καναπέ
Την τίγρη γουργουρίζοντας.
Κι όπως βραδιάζει γρήγορα
Σαύρες κροκόδειλοι
Ως το ταβάνι αναρριχώνται
Σαμιαμίδια.

Γι' αυτό χτυπάει
Συναγερμό
Στο στήθος
Το ταμ-ταμ'
Να θυμηθώ
Πως κάποτε
Τ' αρχαίο τους αίμα
Μ' ένα νέο βρυχηθμό
Θα μας ξεσκίσει.

Κούτσουρα έχει. Ασ' τη να καίει
Την τηλεόραση ως αργά
Και πριν προλάβουν
Να μας βρουν
Πάμε τρεχάτοι
Να κρυφτούμε
Στη σπηλιά

των σκεπασμάτων.


***

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΙΔΕΕΣ 

Πνεύμα σημαίνει φύσημα.

Όμως μη σπεύδεις. Άλλο το έωλο
Ρουθούνισμα μιας αύρας άλλο η λαίλαπα
Ενός γερού βοριά. Και πώς εσύ
Με πρωτοβάθμια σκέψη να εκπορθήσεις
Ποίημα;
Θυμάσαι: Πρέπει πρώτα να συλλάβει ο νους
Κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί.
Σαφείς οι οδηγίες. Λακωνικότατες.
Και όταν λέμε πρώτα να συλλάβει ο νους
Δεν εννοούμε σίγουρα τόπους κοινούς. Αθέατα
Νυστέρια ολόγυρα ορθοτομούν τα βάθη
Εγκέφαλοι μιας νέας εποχής εκφράζουνε
Το αόριστο
Με όλως ακριβή
Αοριστία.

Όπως και να 'χει
Ο Μαλλαρμέ το απέκλεισε:
Η ποίηση δεν γίνεται με ιδέες.
(Ωραία ιδέα. Μπορεί να γίνει ποίημα; Δύσκολο).

Άρα
Σου μένει το αίσθημα.

Το αίσθημα σου μένει
Συντριβής
Για τον αιώνιο θρίαμβο
Των αισθημάτων.

«Μη σκεπάζεις το ποτάμι» Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου. Το 1999 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Εκδόσεις: Κέδρος.

Η ΦΟΒΕΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
και λίβας ανελέητος σκληρός του Ιουλίου!
Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
με το βαγόνι της γραμμής
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη
με μπαούλα, οικοσκευές,
και ανάμεσα τους, στα ψηλά, το φέρετρο της
έτσι καθώς πηγαίναμε παλιά κουτί, στων συγγενών μας,
με κούκλες, τα παιδιά.
Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι
στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
σε νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι και ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος, του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν.
Ο Βιβάλντι κάποτε μικρά έφερνε, κοριτσάκια, στο σαλόνι
(σταθήκαμε για, μια στιγμή όλοι μαζί θυμούμενοι και πάλι)
με κρινολίνα στις μαργαρίτες χόρευαν,
και χωράφια της παιδικής ευφροσύνης
με σύννεφα και χιλιάδες αρκαδίες, ο Μπρέγκελ, και ζώα,
και ανάμεσα τους μιαν αγελάδα ειρηνική
να περνά το σούρουπο μόνη
με τους μαστούς της δυο λάμπες φωτοφόρες
των εκατό κηρίων η κάθε μία, και κότες και λίμνες,
και σκάφες πλυσίματος με χοντρές χωρικές έφερνε.
«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
- τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα -
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα
να πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην κοίτη,
ήρθα να σε πάρω, της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη στο μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του».
Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!

Βατομουριές σκονισμένες
και σχοίνα που τα παντελόνια τραβολογούν!

Σνναλλαγές, -ψευτιές, ενώ ο «ΓΊάντσο» ιδού
στην ταινία τον υπαίθριου
να «χτυπήσει» το Νότο λέει το βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί τον τομάρια
από εκείνα που τα ‘χουν οι πόρνες σαν αδελφάκια τους
κι έχουν οι ίδιοι το πιστόλι για παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ακόμη και αυτόν τον πατέρα τους,
τραυματίζουν τη μάνα τους για επίδειξη
και κάνουν το γειτονοπούλα τους να τρέχει σαν το κοκόρι,
βρωμάνε τα χνότα τους πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία, περνούν.

Μια φωνή μου φώναζε χθες στον ύπνο
«έλα να δεις τα στέκια σου
που έτρεξες - μου έλεγε - παιδί»,
«εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου
γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο - της απαντούσα -
«έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια
και τις πηγές τις δροσερές, έλα», μου ξαναέλεγε η φωνή!

Έναν τόπο ζητούσα όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί
όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα,
τα ρούχα θα πλένονται στον κήπο
με όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι
και ο τεχνίτης του σίδερου
θα λιώνει το μέταλλο με πρωτόγονους τρόπους
- τον γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο,
έψαζε - Πάρε - μου είπε - αυτόν
μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο θείος σου
δούλευε κάποτε εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες»,
τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε,
το πρόσωπο του μέσα στις τσακμακιές έπαιζε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς, το σχολείο.
Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης.
Ω ζωή κομμένη στη μέση,
και ω νεότητα από τότε, τέλος, τραυματισμένη
σαν ένα κοριτσάκι με το καλό του φόρεμα
που ισορροπούσε πάνω στην εγκαταλειμμένη

γραμμή του τραίνου, ισορροπούσε.

***

ΆΛΚΗΣΤΙΣ

Άλκηστις κρυμμένο βαθιά ριζικό και Άλκηστις μοίρα δική μου
όπου την ευτυχία ξάφνου ένα πρωί
νομίζοντας ότι δεν άντεχα άλλο
ιδού το πρόσωπο σου στα χέρια μου
η βάρκα που τη βρίσκεις στο μικρό λιμανάκι
δέκα μέρες χωρίς τον ψαρά μέσα
και το κορμί σου ιδού λατομείο κλειστό
όπου καθόμουν περιμένοντας στην άκρη ν’ ακούσω την έκρηξη
μονάχος, Άλκηστις, ανέκραξα.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,
και τα λόγια μου όπως πέντε ορτύκια
μέσ’ απ’ τα χαλάσματα πετούν τρομαγμένα.

Τα χέρια μου πιάνεις
και αυτά σε προσμένουν, όπως η τροφός τα δυο παιδάκια
που τα πάει βόλτα μετά τον πυρετό, σε προσμένουν.

Στο βάθος μου έρχεσαι, εισχωρείς,
ή στο όνειρο κάποτε που σ’ έχασα κι έγινε ξάφνου σκηνή περιπλανώμενου, ο ύπνος μου, θιάσου
όπου ο αέρας έριξε το σκηνικό
και έμεινε μονάχα η λάμπα θυέλλης, το σταμνί με το νερό
και το χέρι μετέωρο, με τα σχοινιά,
που κινούσε τις μαριονέτες, Άλκηστις, κινούσε.

Το μυαλό μου μια θάλασσα σε νηνεμία, Άλκηστις,
που η αμφιβολία για την αγάπη σου την ταράζει,
ένα χέρι έξω απ’ το νερό
τελευταίο σινιάλο ανθρώπου που πνίγεται
και η ψυχή μου ένα ξέφωτο την ώρα του κεραυνού
για να σε κοιτάζει με μάτι που πλήττεται
ή να σου φέγγει με σχισμήν ουρανού,
ω Άλκηστις, να σου φέγγει.

Άλκηστις, αντηχείο απείραχτου χρόνου
φωνούλες πνιχτές πουλάκια που πέταξαν χαμηλά στην ηδονή
και χέρι που μ5 άγγιξες και άνθισε στον ώμο τρελή
στο χάσμα του μάρμαρου μουσμουλιά.

Είσαι το κεφάλι αγάλματος γυναίκας αρχαϊκής,
που βρέθηκε στο χωράφι του φτωχού γεωργού
και κείνος το κρύβει,
το απόγευμα, να το βλέπει μονάχος.

Το καράβι είσαι που ετοιμάζεται να σαλπάρει
αφού πρώτα έσπειρε το κακό,
η νάρκη που την παίρνει για ρολόι ο ατυχής
και αυτή του κόβει τα τρία από τα πέντε δάχτυλα
για να κάθεσαι να φροντίζεις τα υπόλοιπα
όπως δυο αδελφάκια ορφανά που το ένα το έχουμε βαφτίσει
και πάμε δώρο και στο άλλο,
το τιμαλφές που ο κλέφτης να σε πουλήσει δεν μπορεί
γιατί όλοι στην αγορά ξέρουν πως είσαι δικό μου,
η φωταψία — νύχτα — της πόλης η έκσταση η χρυσή
που απ’ τα βουνά προσπαθώντας να την εξηγήσει
το ξεκομμένο την κοιτάει ξαφνιασμένο τ’ αγρίμι,
η αύρα όπου ταραχή — το σώμα μου — πλήγωνε
κήπος περίφραχτος γύρω
και δρόμος του φιδιού το σάλιο
η υποψία του άλλου στις ρώγες σου άντρα
όταν κρυφά, ω Άλκηστις, τις ρωτούσε η γλώσσα μου
όταν κρυφά τις ρωτούσε.

Ω Άλκηστις!

Σπίτι που του άλλαξαν κάποτε ερήμην μου κλειδαριά,
λοφίσκος ορεινού αρχηγείου
για να ανεβαίνω να βλέπω το απόγευμα τα κατεχόμενα να βλέπω
και ομπρέλα, τέλος, που δεν σε έχω
όταν μονάχος διασχίζω,
όταν μονάχος διασχίζω της ψυχής τα βουνά.

«Ο αθλητής του τίποτα» Ποιητική Συλλογή του Γιάννη Κοντού που έλαβε το 1998 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Εκδόσεις Κέδρος )

Ο αθλητής του τίποτα



Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις.
Δυσκολίες και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους,
γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνούν
με χαρούμενους ανθρώπους.

Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει
- άλλοτε θυμάται.

Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα.
Δεν κοιτάζει πίσω το ποίημα,
γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.

Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα
.
Νύχτα και μέρα αναβοσβήνουν.
Τα μάτια του συνήθισαν σ' αυτό
το λυκόφως.

Ήρωας του Σάμουελ Μπέκετ
δεν το φαντάστηκε ποτέ ότι θα γίνει.
Τώρα πλησιάζει σε ένα σκοτάδι
που αυτός το βλέπει άπλετο φως.
Φουσκωμένα τα μάγουλα από την προσπάθεια,
είναι σαν να φουσκώνει τα πανιά της
Αργοναυτικής Εκστρατείας.

Πάει και πάει.
Το πέλμα θυμάται το πριν και το
μετά αμετάκλητα. Γίνεται τροχός,
βγάζει σπίθες και πείσμα του έρωτος.

Το τέρμα σφίγγεται βίδα
στο άπειρο ή στην κάθε μέρα.
Ένας διασκελισμός και χάνεται
στην αβεβαιότητα του τέλους



##


Πρόκες στα σύννεφα

Ξετυλίγω την ιστορία μου,
και σε κλείνω σπίτι, σε κοιμίζω.
Τα φώτα του δρόμου χαμηλά.
Μια εφημερίδα πεταμένη δείχνει
τη διάθεση της στιγμής.
Μυγδαλιές ανθίζουν απότομα,
οι αδελφές σου δακρύζουν.
Εσύ αγέρωχη κοιτάζεις
τα καθημερινά θαύματα.
Και τι πεταλούδες μέσα στο σπίτι
– τα θαύματα του Θεού μας αγγίζουν.
Υποψιάζομαι ότι αυτά τα πολύχρωμα
λεπιδόπτερα, αυτές οι ψυχές
είναι οι λέξεις μας.
Πάλι βρέχει και με φιλάς αδιάφορα
κοιτάζοντας πίσω απ’ την πλάτη μου
τις επόμενες μέρες να συνωστίζονται
στην πόρτα. Μαζί έρχεται και ένα άλογο,
ένα παράλογο, λευκό κι αγριεμένο.
Ο καιρός χειροτερεύει, οι τηλεοράσεις παίζουν
στο φουλ. Σε άλλο πλάνο είμαι ποδοσφαιριστής.
Με χιόνι, τρέχω κλωτσάω
τη σκέψη μου, τη στέλνω στα δίχτυα.
Κλαίνε, ουρλιάζουν οι φίλαθλοι.
Για εκείνη την παρεξηγημένη Πέμπτη,
την άχρωμη, που σε περίμενα,
και συνέβησαν αυτά τα μαγικά,
είδα το πόδι του χρόνου.

«Μεθιστορία» / Κυριάκος Χαραλαμπίδης


     
  

  Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης 
το 1996 τιμάται λαμβάνοντας το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη Συλλογή   1996

«Μεθιστορία» (Εκδόσεις : Άγρα)




«Παραλογή» Ποιητική Συλλογή του Μιχάλη Γκανά που έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1994 (Εκδόσεις : Καστανιώτης)


— Εσύ δεν θα πεθάνεις.
— Μάζεψε τη φωτιά.
— Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
— Όχι. Κοίταξε μην καείς.
— Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
— Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
— Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
— Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
— Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
— Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
— Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
— Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
— Πόσο μεγάλος θα ’μαι;
— Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
— Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;
— Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
— Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…
Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
— Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
— Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;
Σ’ ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.


***

Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.
Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.
Ούτε θα σε έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.
Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.
Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα.


***

Κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέρφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.

Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό μου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.
Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή

Στεργιόπουλος «Ο ήλιος του μεσονυκτίου» Ποιητική Συλλογή του Κώστα Στεργιόπουλου , που το 1992 έλαβε το κρατικό βραβείο Ποίησης (Εκδόσεις : Νεφέλη)

Ο ήλιος του μεσονυχτίου
                                      «Εστι δε πίστις...»
                                         ( «Προς Εβραίους», 11,1.)
Σαν τον ήλιο του μεσονυχτίου,
ας κατέβουμε χαμηλά.
Αυτός δεν είναι ήλιος. Είναι το είδωλό του,
που φέγγει ακόμα, ενώ εκείνος πια έχει δύσει.

Θ' αφήσω πάλι την ελπίδα να περάσει μέσα από «κε-
        φαλή βελόνης».
Η φύση με βρεγμένα φτερά δε μπορεί να πετάξει,
κουβαλώντας σε μόρια ύλης κάτι από την ψυχή των
       προγόνων.

Ας κατέβουμε χαμηλά.
Τα μάτια μας διεσταλμένα για να κοιτάζουν,
τα χείλια μας ανυπόμονα να γευτούν.
Γένος αμαρτωλό,
ξεχνάμε ακόμα ως και το θαύμα.
Τα χέρια μας αεικίνητα, έτοιμα ν' αρπάξουν.

Ποιος βρίσκεται πιο πάνω και πιο κάτω
ανάμεσα σε καύκαλα γυμνά,
που σε κοιτάζουν κιόλας με τις άδειες τρύπες των
          ματιών τους;
Η πεντάμορφη με το ρόδο κι η γκαβή κολοκύθα.
Το κρανίο του Γιόρικ και του Μεγαλέξαντρου.

«Εστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις,
πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων.»
Πόσο να βυθιστώ πιο βαθιά;
Απ' αλλού δεν μπορώ να φύγω.

Ας κατέβουμε χαμηλά,
ας κατέβουμε ακόμα πιο χαμηλά.
Αυτό το φως δεν παύει να φέγγει.

Η ΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ


Είπα να βρω κι εγώ δυο λόγια 
καλέ Χριστέ μου να Σου πω,
λόγια που κράταγα στα στήθη,
καιρούς, αιώνες, χίλιους δυο.
Λέω για κείνους τους ανθρώπους,
που `φερες `δώ πάνω στη γη.
μύρια τα βάσανά μεγάλα
κι ό πόνος ανοιχτή πληγή.
Άραγε ξέρεις κάποια λύση,
που θα τους γιάνει τον καημό:
Ξέρω,μου λες, μονάχα μία.
Δρόμους να βρουν προς ουρανό.
Κι ήρθα εδώ να με θυμίσω,
σ` εμένα πρώτα να τα πω,
λύση καμία δεν υπάρχει,
παρά η οδός προς το Χριστό.
Ηρακλής Κριεζής

ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ / Ηρακλής Κριεζής


Σε θυμάμαι αδελφέ μου.
Ήταν 17 του Νοέμβρη θαρρώ.
Φορούσες τ` άσπρο σου πουκάμισο.
Μια ριπή πολυβόλου πέρασε από πάνω σου.
Το πουκάμισο έγινε κόκκινο.
Aιμοραγούσες.,
Σε κρατούσα στα χέρια μου.
«Όλα θα πάνε καλά», μου είπες.
Ξεψύχησες.
Σήμερα ξαναθυμάμαι τα τελευταία σου λόγια.
«Όλα θα πάνε καλά».
Αναρωτιέμαι....
Πόσο δίκιο είχες τότε???;

Όλγα Βότση «Τα ποιήματα, τόμος Α»,Οι εκδόσεις των Φίλων/ Βραβείο Ποίησης έτους 1990

Πληγές γιομάτη, ξέσκλιδη, γυρίζω 
απ' των ανθρώπων τον αχό και γέρνω
στην πόρτα της σπηλιάς μου κι αργοκλαίω.

Φτωχός μαντύς η ταπεινότη μου είναι!

Κανείς δε μ' είδε ουρανική να πλέκω, 
σα λιόγεννη ψυχή, τα ονειρεμένα 
κι αστρόφωτα τραγούδια μου στην άκρη 
της αργυρολιμνιάς.

Κανείς δε μ' είδε,
σα σκιά αλαφριά, μακριάθε ν' ακλουθάω
το βήμα του θεού, στ' αποσπερνό του 
περδιάβασμα, σα βγαίνει ν' ανασάνει 
της γης την ομορφιά και των ανθρώπων! 



Ποιήματα της Όλγας Βότση: http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=159

«Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη», Ποιητική Συλλογή του Νίκου Καρούζου που έλαβε το Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1988 (Εκδόσεις Απόπειρα)

Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη
Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς
η πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως
ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.

(Να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας.)
ΈΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ: Το μυαλό πώς μαλακώνει στα Ουράλια;
ΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ ΝΑΥΤΗΣ: Τι θέλεις να πεις; Δεν κατάλαβα.
μουχλιάζει το τηλέφωνο. ευδαιμονία
– Η εξουσία ολάκερη στα Σοβιέτ! Αυτό είν’ όλο.

ΠΡΑΒΔΑ
– Μπορείς όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη λέξη τριανταφυλλιά;
– Σε κείνους η ερώτηση.

ΠΡΑΒΔΑ
– Ποια λογική αρχίζει σε κείνους; [Ένας τρίτος ναύτης.] – Εγώ βλέπω άλλο. η λογική της εξουσίας συνεχίζεται.

ΠΡΑΓΜΑΤΙ
– Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημα της!
– Αυτό είν’ όλο.

Νοστάλγησα τα ορυχτά την άφωνη
θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είν’ ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά.
δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.

– Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
– Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

ΠΡΑΒΔΑ
– Γεννάδη, κάνεις ομοιοκαταληξία με τον Άδη.
– Φθέγγομαι τρόμο. Και επιτέλους τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά; Είν’ όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα.
– Εμείς που αληθεύουμε;
– Στην επανάσταση.

ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ
– Για άκου το χτεσινό μου όνειρο. Βρισκόμουνα τάχα στον Όλυμπο. Θέαινες λαλέουσες κοροϊδεύαν αιωνίως του κύκλου την απληστία, μ’ ένα χυδαιότατο φεγγάρι λίγο ψηλότερα. – Δρόμος αμφιλεκτισμού. μετέρχομαι άγνωστο -, είπα. Κι άξαφνα βγαίνουν εμπροστά μου από σκοτεινό χαλκό και νήπια σίδερα ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη, τσιτσίδια αιματωμένα. «Τι φαντάστηκες», μου λέει ο Ήφαιστος. «Αυτή η κρυπτογαμική κι ατάσθαλη Κυρία τα κάνει όλα. η κατά βάθος νυμφομανής Ήρα. είναι η σύζυγος-εξουσία κι αναμέλπει λάμψη αμέμπτου ηθικής». – Αφυπνίστηκα ταραγμένος.
Δούλα του φωτός πεταλούδα. φτερά και χνούδι σε εξωφρένεια!
Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους
δίχως ακόμη πυροδότηση
χορταίνοντας όραση βλακείας
καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ’ η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του κενού με άφρη κοσμικής ύλης.

Ασθενοφόρο γρήγορα για το βασιλέα Ληρ!
Ευωδιάζουμε από τρέλα.
Δεν πιάνουν τα φρένα. χανόμαστε στη διαιρετότητα του Ζήνωνα.

Η ΑΝΝΑ (που πλησιάζει): Τι νέα έχουμε απ’ την πραγματικότητα;
ΝΙΚΟΛΑΪ (σηκώνει το ακουστικό): Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 17 και 21 και τρία δευτερόλεπτα.
ΓΕΝΝΑΔΗΣ: Αχ καημένε! Τα τσιγάρα μονάχαι δύνασαι ν’ αριθμήσεις, όχι το κάπνισμα.
ΝΙΚΟΛΑΪ: Φοβάμαι, σύντροφε. Και η επίθεση επίκειται. Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.

– Πανάκριβα ραφτικά.
– Χοϊκή φρενίτιδα.
– Φαλλοκοπία.
– Ουτοπία.
– Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.
– Βροχές μανάδες… Άραχλε!

Να κι ο τρισάθλιος ήλιος! Μια χλεμπόνα
στ’ ουρανού το κατεστημένο.
Αμ’ τι γαρ;
Η αλληλεγγύη των αστεριώνε ξανασπιθίζει
με μηδέν αντίχτυπο.
θυμάμαι κάποτε στη Τζια ένανε γάιδαρο
να τρώει λαμπερές μαργαρίτες.
επιτυχία της μοναξιάς. αυτή ναι πάντα
η κατάσταση.

Να προσπερνάς αυτολεξεί τα νεύρα σου.
– Με σφίγγει μια αλήθεια. της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια άλλη. κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως οσφραίνομαι ρούμι.
– Παραδέρνεις. Αλλ’ εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα οπτικής. εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!
– Χρεμετίζεις φαντασία.

[Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου. δεν είχα βιολογικό προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής. Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]


περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες: 


«Κατάδυση. Ποιήματα από την Αντίσταση στο σήμερα»

«Κατάδυση. Ποιήματα από την Αντίσταση στο σήμερα» 
Ποιητική Συλλογή του Μήτσου Λυγίζου (φωτογραφία) των εκδόσεων Δωδώνη. 
Το 1982 έλαβε το β΄ κρατικό βραβείο Ποίησης. 

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΟ / Αλεξανδρής Γεώργιος

            


Μόνοι κι ανήλιαγοι από το βλέμμα του θεού
και απροστάτευτοι πια από την ιερή του μέθη,
καταφύγαμε χωρίς θρήνους στη σιωπή και τις μνήμες, 
για να μοιραζόμαστε στον ασάλευτό τους ίσκιο 
της μοναξιάς την αθωότητα και το φέγγος
και ν’ ακούμε την ηχώ της κρυφής φυγής στο όνειρο.

Και πορευόμαστε με απουσίες και παραιτήσεις
πίσω απ’ τις αντηλιές του χρόνου,
αδέξιοι δραπέτες απ’ της ψυχής τα πάθη,
σ’ έναν μικρό και ασπούδαστο πηγαιμό,
χλωμοί οδοιπόροι στην ωριμότητα του φόβου,
της σύνεσης και του συμβιβασμού.

Μικρή πομπή ο κόσμος και η ζωή λιτανεία
για της ψυχής το άνθισμα, του νου το στρατοκόπι 
για τη σπονδή στον έρωτα, στην έκσταση και το θαύμα.
Χωρούσαν οι αλήθειες μας σε  μια ματιά  

κι ορίζαμε μ’ ένα  λόγο της ταύτισης το λευτέρωμα,
τ’ ανθρώπινο κι ανέσπερο, στη δοκιμή του αιώνιου.

Κι απόψε, ασυντρόφευτοι στασιαστές και συνοδοιπόροι ,
σ’ ένα συλλείτουργο ομολογιών και παρακλήσεων,
μνημονεύουμε σπαραγμούς και ολοκληρώσεις
και μικραίνουμε  την άβυσσο της  ανάγκης
για να μην έχουμε στη στέρηση ψευδαισθήσεις,

παρά φως και χρώματα από τόσες αναμνήσεις