Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη
Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς
η πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως
ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.
(Να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας.)
ΈΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ: Το μυαλό πώς μαλακώνει στα Ουράλια;
ΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ ΝΑΥΤΗΣ: Τι θέλεις να πεις; Δεν κατάλαβα.
μουχλιάζει το τηλέφωνο. ευδαιμονία
– Η εξουσία ολάκερη στα Σοβιέτ! Αυτό είν’ όλο.
ΠΡΑΒΔΑ
– Μπορείς όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη λέξη τριανταφυλλιά;
– Σε κείνους η ερώτηση.
ΠΡΑΒΔΑ
– Ποια λογική αρχίζει σε κείνους; [Ένας τρίτος ναύτης.] – Εγώ βλέπω άλλο. η λογική της εξουσίας συνεχίζεται.
ΠΡΑΓΜΑΤΙ
– Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημα της!
– Αυτό είν’ όλο.
Νοστάλγησα τα ορυχτά την άφωνη
θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είν’ ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά.
δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.
– Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
– Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.
ΠΡΑΒΔΑ
– Γεννάδη, κάνεις ομοιοκαταληξία με τον Άδη.
– Φθέγγομαι τρόμο. Και επιτέλους τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά; Είν’ όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα.
– Εμείς που αληθεύουμε;
– Στην επανάσταση.
ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ
– Για άκου το χτεσινό μου όνειρο. Βρισκόμουνα τάχα στον Όλυμπο. Θέαινες λαλέουσες κοροϊδεύαν αιωνίως του κύκλου την απληστία, μ’ ένα χυδαιότατο φεγγάρι λίγο ψηλότερα. – Δρόμος αμφιλεκτισμού. μετέρχομαι άγνωστο -, είπα. Κι άξαφνα βγαίνουν εμπροστά μου από σκοτεινό χαλκό και νήπια σίδερα ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη, τσιτσίδια αιματωμένα. «Τι φαντάστηκες», μου λέει ο Ήφαιστος. «Αυτή η κρυπτογαμική κι ατάσθαλη Κυρία τα κάνει όλα. η κατά βάθος νυμφομανής Ήρα. είναι η σύζυγος-εξουσία κι αναμέλπει λάμψη αμέμπτου ηθικής». – Αφυπνίστηκα ταραγμένος.
Δούλα του φωτός πεταλούδα. φτερά και χνούδι σε εξωφρένεια!
Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους
δίχως ακόμη πυροδότηση
χορταίνοντας όραση βλακείας
καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ’ η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του κενού με άφρη κοσμικής ύλης.
Ασθενοφόρο γρήγορα για το βασιλέα Ληρ!
Ευωδιάζουμε από τρέλα.
Δεν πιάνουν τα φρένα. χανόμαστε στη διαιρετότητα του Ζήνωνα.
Η ΑΝΝΑ (που πλησιάζει): Τι νέα έχουμε απ’ την πραγματικότητα;
ΝΙΚΟΛΑΪ (σηκώνει το ακουστικό): Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 17 και 21 και τρία δευτερόλεπτα.
ΓΕΝΝΑΔΗΣ: Αχ καημένε! Τα τσιγάρα μονάχαι δύνασαι ν’ αριθμήσεις, όχι το κάπνισμα.
ΝΙΚΟΛΑΪ: Φοβάμαι, σύντροφε. Και η επίθεση επίκειται. Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.
– Πανάκριβα ραφτικά.
– Χοϊκή φρενίτιδα.
– Φαλλοκοπία.
– Ουτοπία.
– Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.
– Βροχές μανάδες… Άραχλε!
Να κι ο τρισάθλιος ήλιος! Μια χλεμπόνα
στ’ ουρανού το κατεστημένο.
Αμ’ τι γαρ;
Η αλληλεγγύη των αστεριώνε ξανασπιθίζει
με μηδέν αντίχτυπο.
θυμάμαι κάποτε στη Τζια ένανε γάιδαρο
να τρώει λαμπερές μαργαρίτες.
επιτυχία της μοναξιάς. αυτή ναι πάντα
η κατάσταση.
Να προσπερνάς αυτολεξεί τα νεύρα σου.
– Με σφίγγει μια αλήθεια. της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια άλλη. κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως οσφραίνομαι ρούμι.
– Παραδέρνεις. Αλλ’ εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα οπτικής. εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!
– Χρεμετίζεις φαντασία.
[Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου. δεν είχα βιολογικό προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής. Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]
περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στις σελίδες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου