τη μια πλευρά και αναρωτήθηκα ότι ενώ στην άλλη
όλο προσθέτονται διαρκώς- χρόνια τσουβάλια
μαύρες πέτρες στο βυθό, θανατικά και φονικά άλλα
γνωστά και άλλα ανομολόγητα που όμως συχνά
υπόγεια ρεύματα ξεβράζουν στον αφρό τα πτώματα
τους να, επιπλέοντας γαληνεμένα έτσι αγνώριστα
Δικαίως αναρωτήθηκα πως γίνεται κι ενώ βαραίνουν
όλα εκεί στην άλλην όχθη, τάσι να την πω
μιας ζυγαριάς εγώ βυθίζομαι αύτανδρος εδώ κι οι
ηλικίες μου όλες που δεν άνθισαν μπορεί μα υπήρξανε
-ειδαλλιώς τι είναι αυτό το υγρό πηχτό που
αργά αναβλύζει απ' τα βαθιά λάβα χλιαρή και ρέει
στα βράχια επάνω τα άγρια δόντια μου και τι να η γλώσσα:
η λάσπη αυτή που με μπουκώνει κάθε
πρωί σιωπή. Κι αστράγαλοι
....
«... η κάμαρα έμεινε άξαφνα γυμνή (...)
ώστε έμοιαζε καθρέφτες να έχω γύρω (...)
τόσο ψηλούς και ανεστραμμένους γιατί ανάποδα είδα
ότι καθρέφτιζαν τα πράγματα με μέσα τα έξω...»,
«... το πρωί με τους νεκρούς να κρυώνουν μέσα μου
ξεπαγιασμένοι με όλο απλώνοντας τα χέρια τους
ανάμεσα στα σίδερα της φυλακής μου
- τόσα κόκαλα και δόντια να χτυπούν...».
«Από τη μαύρη της συλλήψεώς μου ημέρα,
με ιαχές θριάμβου πρώτα που ύστερα κατάντησε - η κραυγή»,
«Γι' αυτό μπορεί επιστρέφω (...)
εκεί στις άγριες του ονείρου θημωνιές (...)
το πρωί με ιστορίες του στόματος κλεμμένες από τα βαθιά του σώματός μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου