Kίτρινο και όχι κίτρινο
του κυδωνιού να πούμε
που ποτέ δεν το ’χεις σίγουρο
έτσι που μόλις ακουμπήσει σαπίζει
ή που φωνή φαρμάκι αφήνει ο Σεπτέμβρης
«μέμνησο!» και γλιστράει
απ’ την αγία υπομονή
στην έξοδο την υπεραγία
...
και καλά να μη γνωρίζεις το τι
και το πότε για το καύκαλο
αλλ’ εκείνο το καλάθι το αλαλάζον
καταμεσής του δρόμου
κλότσα το π’ ανάθεμά το ν’ ανοίξει ο τόπος
το βλέπεις, πας ν’ αποκτήσεις άκρα καχεκτικά
τα χέρια, άσε, πάνε,
να κοιτάξουμε τα υπόλοιπα
τα θαμμένα, τα πού αιωρούνται
πέτρες, στέγες, ό,τι
αυτές οι δυσανάγνωστες υπογραφές
καλά με είχαν βάλει σε υποψία
κι άρχιζα να μπολιάζω τ’ αειθαλή
με πόνο φυλλοβόλο
...
πρέπει να έχεις καρδιά γενναία, βάρβαρη
αυτό είναι το συμπέρασμα, αλλιώς
την εγγύηση δεν την σημαδεύεις μεσόφρυδα
κάνεις πως αστοχείς
(ασ’ τη να βρίσκεται για μια δύσκολη ώρα)
κι ύστερα μπουκάρει το Απαραβίαστο
...
συνηθίζεις, τι να γίνει, και στο απάνθρωπο,
αμπαρώνεις, θειαφίζεις,
πετάς στην άσφαλτο τους βολβούς
τα καθίσματα
ας θηλάσουν τώρα τα ζώα μόνο
και το αγκάθι της πίκρας
το αμάραντο
σχετικά με την ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου