Σελίδες

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Επαρχιακή / Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου



Μπορώ να τον εξαπατήσω αυτόν, συλλογίστηκε.
Είναι καινούργιος στα μέρη μας.
Κρύβεται από τους ανθρώπους.

Αλλά του γύρισε ο καθρέφτης ένα πρόσωπο
Ντόπιο, με γένια άγρια, πρησμένα μάτια.
Δεν ήταν μέσα ’κει χωροφυλάκοι.
Είχαν ξεμείνει στον καφενέ.
Για έναν σαν κι αυτόν δεν θ’ άφηναν
Χωρίς κρασί την κρύα νύχτα.

Λοιπόν, περίμενε στο πατρικό του σπίτι
Μονάχα τη φωτιά εξαπατώντας
Ως το πρωί.
Κάνα δυο ξύλα και της έδινε ζωή.
Και τη ζωή του, που ποτέ δεν ήρθε,
Λησμονούσε.
Κι άκουγε που γαβγίζανε δεμένα
Των μεθυσμένων τα σκυλιά.

1 σχόλιο: