Έσταζε δηλητήριο η πρωινή αχλή
και καθώς οι ώρες χανόντουσαν,
ο ουρανός τρίζοντας τα δόντια του
άρχισε να ξερνάει φρέσκο αίμα,
ενώ άγγελοι και δαίμονες αγκαλιασμένοι
έπεφταν ασάλευτοι στους δρόμους.
και καθώς οι ώρες χανόντουσαν,
ο ουρανός τρίζοντας τα δόντια του
άρχισε να ξερνάει φρέσκο αίμα,
ενώ άγγελοι και δαίμονες αγκαλιασμένοι
έπεφταν ασάλευτοι στους δρόμους.
Κάποιος απέναντι έσκαβε όλη τη νύχτα
ψάχνοντας τα κρυμμένα μυστικά μιας πανάρχαιας ζωής
και ένας νέος με όπλο την απελπισία στα χέρια του
γκρέμιζε τα είδωλα της ακρωτηριασμένης ζωής του.
ψάχνοντας τα κρυμμένα μυστικά μιας πανάρχαιας ζωής
και ένας νέος με όπλο την απελπισία στα χέρια του
γκρέμιζε τα είδωλα της ακρωτηριασμένης ζωής του.
Ανύρωπα κοστούμια, ντυμένα με σάπιες σάρκες
πουλούσαν το παραμορφωμένο πρόσωπο της ελπίδας
ενώ ένα κορίτσι ξεχασμένο στον ουρανό
έμεινε εκεί να κοιτά τα μαραμένα λουλούδια.
πουλούσαν το παραμορφωμένο πρόσωπο της ελπίδας
ενώ ένα κορίτσι ξεχασμένο στον ουρανό
έμεινε εκεί να κοιτά τα μαραμένα λουλούδια.
Στο χαμηλό παράθυρο,
απέναντι από το μπαρ που έσταζε έρωτα,
μια μαυροφορεμένη νοσταλγούσε,
ενώ πίσω της ένα μαγικό ρολόι
χτυπούσε τις ώρες ανάποδα .
απέναντι από το μπαρ που έσταζε έρωτα,
μια μαυροφορεμένη νοσταλγούσε,
ενώ πίσω της ένα μαγικό ρολόι
χτυπούσε τις ώρες ανάποδα .
Και ο τυφλός ζητιάνος μετρώντας
κάθε μέρα τους απελπισμένους,
ασάλευτος να στέκει στη γωνιά
και να περιμένει καρτερικά εκείνο το χέρι
που θα σβήσει όλες αυτές τις εικόνες
και θ' ανάψει και πάλι τον ήλιο.
κάθε μέρα τους απελπισμένους,
ασάλευτος να στέκει στη γωνιά
και να περιμένει καρτερικά εκείνο το χέρι
που θα σβήσει όλες αυτές τις εικόνες
και θ' ανάψει και πάλι τον ήλιο.
Γιάννης Μπερούκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου