Ήταν δυο μικρά πουλιά
σε μιας μάνας αγκαλιά,
τρισευτυχισμένα.
Δύσκολοι πολύ καιροί,
φτώχεια υπήρχε τρομερή,
μα, αυτά ενωμένα.
Μεγάλωναν τα πουλιά
στη φτωχή τους τη φωλιά,
μπόρες, καταιγίδες.
Τη ζωή είχαν μπροστά
κι' όλα τά βλεπαν σωστά,
όνειρα κι' ελπίδες.
Χίλιες δύο συμφορές,
μα, κι’ ανείπωτες χαρές,
όλα τα γεύτηκαν.
Μα, ήρθε η κακιά στιγμή,
όπου θέλοντας και μη,
αποχωρίστηκαν.
Το ένα πέταξε ψηλά,
με τους άγγελους μιλά,
στ’ ουρανού τα πλάτη.
Τ’ άλλο έμεινε στη γη,
περιμένοντας να βγει
της ζωής η απάτη.
Τ’ άλλο έμεινε στη γη
με μια απέραντη πληγή
στης ψυχής τα βάθη.
Και το κλάμα του βουβό
για ένα όνειρο ακριβό,
όνειρο που εχάθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου