ΜΥΓΑ ΑΠΑΤΗΜΕΝΗ
ποντικού λόγια μυρωδιά κυνηγού
ξαφνικά μες στη νύχτα
με άρπαξε ρουφηχτό φιλί
στο κρύο του στόμα η γλώσσα
ζεστή, ποια πόρτα
ποιανού σπιτιού αγκαλιά
αυτά είναι ζώα διώροφα
τρέφονται με ανθρώπους, τέρατα
τριχωτά κι άλλωστε να,
βουτούσα στα ποτάμια, τα νερόφιδα
λευκά σαν σπερματοζωάρια
μου ανακάτευαν το στομάχι
το βράδυ τρώω ελαφριά, τρώγομαι
να η ψυχή μου
αποκοιμήθηκε μόνη
ξύπνησε φιλημένη
άθλια του μυαλού τρωκτικά
με την πράσινη χλαίνη
κρατήστε την ζεστή, βλέπετέ την
παγώνει, τρίζει
κρυώνει, κοάζει, φουσκώνει
καταπίνει σκοτάδι και
μια μικρή μύγα
θλιβερή σπιτιών πανίδα. ΖΕΥΓΑΡΙ ΑΓΚΑΛΙΑ Κάτι έπρεπε να θυμηθώ, δεν θυμάμαι τι.
Μια γάτα πέρασε μέσα απ’ το τηλέφωνο
που ήταν χάρτινο από γυαλί το ακουστικό
κρατούσε ένα κερί, καληνύχτα σας.
Σφύριζε ένα πουλί έλεγε παραμύθια
το γουρουνάκι με το μήλο στο στόμα
γεμάτο καπνό ο λύκος δάκρυζε
η γιαγιά ψήνονταν στο τζάκι.
Έπλεκε κάτι μάλλινα λόγια
ξεδιάλεγε κάτι στρουμπουλές
φακές σαν ζωγραφιές.
Πώς βρεθήκαμε όλοι εδώ
στο ευρύχωρο στομάχι;
Ένα χωνευτικό αστέρι έλαμψε μόνο
στον ουρανό τότε κατάλαβα το ποίημα.
Γυάλιζαν έτρεχαν τα χόρτα
γύρω απ’ το φεγγάρι
χύθηκα στης λαίμαργης
εξοχής τα ανοιχτά σαγόνια
έφαγα το πικ νικ
δάγκωνα το σκοτάδι. Με ένα μαύρο εσώρουχο
αντιλόπης στα δόντια ζευγάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου