Σελίδες

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Σκλάβοι της Δύσης : Ποιητική Συλλογή του Νίκου Βρεττού που είδε το φως το 1975

Αυτοί που φτάσαν απ' τα σύνορα τη νύχτα
«και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν»
άθλιοι ψεύτες
                    προδότες
σκλάβοι των βαρβάρων –
μας εξαπάτησαν οι μαντατοφόροι των συνόρων

          Μεσάνυχτα 
γλιστρήσαν ίσκιοι μες στον τόπο
σκύλοι, γάιδαροι και τράγοι
                                      λύκοι
σπάσαν τις πόρτες, κλείσαν τα περάσματα
των γυναικών και των αντρών
των κοριτσιών, των αγοριών –

          Αχ αυτός ο άντρας
     κι αχ αυτός ο έφηβος
     Αυτή η μάνα κι αυτή η γκαστρωμένη
     Αχ η σάρκα της γυναίκας που σκιρτά
     από τη σάρκα της γυναίκας
     Κι αχ ο έρωτας με το αγόρι
     κι ο έρωτας με το κορίτσι
     ο πόνος τους κι ο σπαραγμός τους
     ο ποταμός από το αίμα τους
     Κι αχ ο έρωτας με τη νεκρή –

          Παντού 
μια βάρβαρη σκλαβιά ξημέρωσε στον τόπο

...

Να ο καιρός που αυνανίζουμε το γάιδαρο
κι ο καιρός που μας οχεύει ο τράγος

Άθλιοι ψεύτες, προδότες, σκλάβοι των βαρβάρων
μας εξαπατούν οι μαντατοφόροι των συνόρων

Να ο καιρός που μεθυσμένοι μεθάμε παιδούλες
για να δούμε να τις ξεπαρθενεύουνε σκύλοι –

Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς ανθρώπους
Τι θ' απογίνουμε με τόσους βαρβάρους;

Και να ο καιρός μας: μια θάλασσα βόρβορος
Το μέλλον στα χέρια αυτών που περιμένουν

Τις σάρκες των άλλων τρώγοντας
τις σάρκες μας απελπισμένα
πολλοί δεν αντέχουν, αυτομολούν –
          Μόνο στο όνειρο υπάρχει ζωή
κι ασυγκίνητοι τραβάνε στο άγνωστο
έχοντας το όνειρο όπως άλλοι έχουν το όπιο

...

Πώς από χίλιους ποταμούς η ζωή πλημμυρίζει το βάθος
          το ακοίμητο
          το πάντα κινούμενο
και γίνεται φως η ζωή
τις χορδές χτυπώντας τα ξέχειλα χέρια
και γίνεται φόβος
                          έρωτας
πυρωμένος ήχος διάχυτος
                                      εξέγερση.

Ως και τα πράγματα πάλλονται τότε
μουγκανιέται στον ύπνο, φρουμάζει το κτήνος το αχθοφόρο
Τις αισθήσεις ανοίγοντας κάπως
η ζωή δε γίνεται φως
                              δε γίνεται φόβος
πυρωμένος ήχος διάχυτος
                                     εξέγερση –

Έρωτας μόνο και ταγή

Μα κανείς
κανείς ταπεινός δεν υποπτεύεται ποιον γίγαντα κρύβει


...

Εγώ λοιπόν είμαι αυτός που κάποτε γέμιζα
με αγγέλους τα όνειρα και τους τοίχους;
          Ο αέρας βαρύς
κλειστός βρόχος
Δίχως φως
με το φως μόνο της νύχτας
το δωμάτιο στενεύει, με πνίγει
          Σιωπή
ένας δαγκωμένος λυγμός
Μετά τον έρωτα τίποτα δεν έχουμε να πούμε
Κι εσύ πάντα φιλήδονη
αγαλματένια και ασελγής
ευτυχισμένη μέσα στη δυστυχία σου
          Γυμνή
με περιμένεις πάλι καπνίζοντας –
Έξω ουρλιάζουν καθώς σέρνονται τα σκυλιά


...

Ήμουν παιδί, ήμουν πουλί, τίποτα σάπιο –
Πώς κατρακύλησα, πώς έγινα σκλάβος;

Να ο καιρός των αδιάφορων και των δειλών
που ρήμαξε την ενοχή και την επανάσταση

Μέσα στον τόπο μας και πιο μέσα μας
μαύρος ζυγός, ξένος ζυγός, κι ένας τρόμος

Να ο καιρός της κόμπρας και της ύαινας
που ξερίζωσε το ένστικτο του ρόδου

Εμείς εδώ δεν περιμέναμε κανένα βάρβαρο
όμως οι είλωτες και οι ευάλωτοι πολλοί

Να ο καιρός των φαλλών και των αιδοίων
ο καιρός των στομάτων και των πρωκτών

Εμείς οι ψαράδες, οι εργάτες, οι ξωμάχοι
δεν περιμέναμε κανένα βάρβαρο για να σωθούμε

Να ο καιρός της μαύρης και των μαστουρωμένων
της σύφιλης και των καθυστερημένων παιδιών

Εμείς εδώ ζητούσαμε την ελευθερία μας
χωρίς να ξέρουμε τι είναι ελευθερία

Να ο καιρός που τραγικά λιγοστεύουν οι άντρες
ο καιρός που τραγικά λιγοστεύουν οι γυναίκες

Μαύρος ζυγός, ξένος ζυγός, κι ένας τρόμος
μέσα στον τόπο μου και πιο μέσα μου θάνατος –


...

Μέρες θανάσιμες χωρίς οίκτο
Αδηφάγο κτήνος το πάθος
Ολόκληρη η ζωή μου στο βούρκο –

Ω, είμαι πολύ νέος για ν' αφεθώ

Από τα πάθη μας αδίσταχτοι κι ασύδοτοι
όλη η ελπίδα μας στα λαχεία και στα προπό

Να ο καιρός που η κατανάλωση γεννοβολάει
κι άλλη μοναξιά κι απελπισία, κι άλλες πόρνες

Αυτοί περιμένουν στην αγορά συναθροισμένοι –
είναι οι άνθρωποι να φτάσουν σήμερα

Να ο καιρός των ομαδικών συμπλεγμάτων
ο καιρός των υπερανθρώπων και των άστρων

Μα πάλι φτάνουν μερικοί απ' τα σύνορα
και λεν πως άνθρωποι πια δεν υπάρχουν


...

Λίγο νερό
μιαν όαση ζητώντας
κάποτε γύρισα τα μάτια στις μνήμες
Στάλαξε το αίσθημα πεντακάθαρο αίμα
κάποιο χαμόγελο στα πρησμένα μου χείλη

Τώρα πώς
πώς να ξαναγυρίσω τα μάτια
Μαινάδες οι μνήμες
Και πώς να εξευμενίσω τα πράγματα

Ο εαυτός μας ποντικός στους υπονόμους
σκλάβος πεσμένος στα πόδια της δύσης 
ένα ρεμάλι, ένας σκύλος ο εαυτός μας
κολλημένος με τη σκύλα στους δρόμους
στα μάτια των παιδιών, των εφήβων

Ω πώς
ο ραγιάς πιασμένος στο δόκανο
έσπασε κάποτε το δόκανο και λευτερώθηκε

Οι τόσες αγάπες σκονισμένες 
χτεσινές μορφές των αγγέλων
κιτρινίζουν από το χρόνο –
Πάλι αυτό το λάγνο δωμάτιο

Μετά τον έρωτα σιωπή και ντροπή
τίποτα δεν έχουμε να πούμε
το δωμάτιο στενεύει, με πνίγει
εδώ η ζωή μου μέσα στο βούρκο

Ω, είμαι πολύ νέος για ν' αφεθώ

...


Δεν ακούω πια τη μουσική
των δασών και των φλοίσβων
τα τραγούδια μου ξεχασμένα -
Πάλι αυτό το λάγνο δωμάτιο

Η ψυχή μου δυο ψυχές εχθρικές
η μια κατατρώει την άλλη
σκύλα η τύψη, το πάθος λύκος
Δυο ψυχές θανάσιμες η ψυχή μου

Πάλι αυτό το λάγνο δωμάτιο!
Στο κρεβάτι γυμνή η Σειρήνα
ξανά θα βασανίσω τη γύμνια
μέσα στη γύμνια θα βασανιστώ -

Ω, είμαι πολύ νέος για ν' αφεθώ

Αυγή φεύγοντας συναντώ εργάτες
Δε μπορώ πια ούτε να κλάψω
καθώς παιδόπουλο που το δείραν
από το φως ξεπηδούν ερινύες -

Όχι, δεν είναι άνθρωποι αυτοί
που δε λυγίσανε ποτέ
Αυτοί που λύγισαν κι αφέθηκαν κατάχαμα
δεν είναι άνθρωποι


...

Η ρίζα βαθιά, χαμένη μέσα στους αιώνες
εκεί που κοχλάζουν οι μύθοι τις σκοτεινές εποχές –
          Προμηθέας Πυρφόρος
          Προμηθέας Δεσμώτης
και η λύτρωση Μοίρα πάνω από τις μοίρες
          Προμηθέας Λυόμενος
Επειδή ο τόπος ηλιόλουστος πάντα
και πολλές ψυχές ελεύθερες σαν αηδόνες
και ψυχές που ματώνουν στο αχ του άλλου
ο Δεσμώτης Λυόμενος
Επειδή το τόπος συχνά σκοτεινός – μπουντρούμι
και δεσμώτες με βόγκους, με πόθους
οι Πελασγοί
οι Δωριείς, οι Ίωνες, οι Αιολείς
          οι Αχαιοί –
ο Δεσμώτης Λυόμενος
Γιατί Μοίρα πάνω από τις μοίρες η λύτρωση
και η κάθαρση Μοίρα μέσα στις μοίρες

          Σφίγγα 
          Σφίγγα στη χώρα
και η δύση τρισάθλια πόρνη, πανέμορφη
νύχτα μέρα να τρέφει τη Σφίγγα

          Ήμουν παιδί
           ήμουν πουλί
          Τίποτα σάπιο –
Πώς κατρακύλησα, πώς έγινα σκλάβος;


...

Τι φιλήδονες εικόνες, Θεέ μου!
Πήρε το ρυθμό της το σώμα μου
τα φιλιά, οι βόγκοι, τα λόγια της
σκιρτάνε μέσα μου το κτήνος

Τι είναι πάλι αυτή η παρένθεση;
Μορφή της Καβάλας, της Θάσου
ακρογιαλιές, βουνά, ελαιώνες
Εκεί η ζωή μου με τις μέλισσες

Αυτά τα χέρια κι αυτά τα χείλη
δε μπορεί να είναι δικά μου
χέρια και χείλη της ντροπής –
Μια ώρα ντροπής ένας μήνας

Τι είναι πάλι αυτή η παρένθεση;
Στον αέρα που αναπνέω Εκείνη
η Άλλη με την ψυχή της Πηνελόπης
η βγαλμένη από το σπάνιο κοχύλι

Κρυφά που σκλαβώνουν τα πράγματα!



πηγή: http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=11785.msg164607#msg164607


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου