Ήρθε ο καιρός πια να πω τις προσευχές μου φωναχτά
και άρρυθμα,
Να σηκωθώ ενώπιον όλων σας,
Κύριοι Ποιητές, Κύριοι
Ένορκοι,
Μαμά μπροστά σου να σταθώ, απ’ τον μπαμπά να
μην κρυφτώ,
Φίλες μου, φίλοι καρδιάς, και
άντρες μου αγαπημένοι
και ν’ απαγγείλω τα λόγια από στήθους, σαν
σε ποίημα.
Θα πω:
Κύριε, πολύ μ’ αγάπησες
Κι όταν είπες το Γενηθήτω μου
Μου ’σπειρες τη μελαγχολία τη νηφάλια
μεσόστηθα,
Και μ’ άφησες αμάντρωτη, όπως βέβαια
συνηθίζεις
μ’ όλους.
***
Ρωτάς να μάθεις γιατί γράφω. Άκου, λοιπόν, αφού
τόσο
το θες:
Γράφω για να θυμάμαι όσα δεν άρθρωσα
από
συστολή μπροστά στ΄ ανομήματά σου.
Κατάλαβες, Κτήνος του Ουμανισμού με τα Επτά
Κεφάλια;
Από μια κλωστή κρατιέται η Ζωή σου κι ακόμα
αυνανίζεσαι.
***
***
[εργόχειρο]
Κανέναν
λόγο που τον ξέρεις ήδη δεν θέλω να σου πω
Καμία
σιωπή· μήτε αμήν συλλαβισμένο από χιλιάδες
αγγέλων
και μυριάδες αρχαγγέλων τη φωνή
Θέλω
να πω απλώς και να το καταλάβεις
Να
γίνεις λίγο ανθρώπινος και πάσχων
Να
πω αυτό που πουθενά δεν φτάνει
Μόνο
που μπλέκεται σε ράσα και περβάζια ουρανίων
Μάθε
πως χρόνια ετοιμάστηκα γι’ αυτό που τώρα δα
συμβαίνει
Γι’
αυτό χρόνια τα πάθαινα τα ίδια πάθη
Βράχια
και μάγια και κυνηγητά, φυλάξου το φιλί και
τρόμος
το αντίο
Αιώνες
τώρα εγώ η ίδια σου, πελεκημένη Εύα,
Εγώ
οι όλες
Εγώ
οι νεκρές
Εγώ οι αναστημένες
Οι
επιθανάτιες πάλι
Φωνάζουμε
και σκούμε:
«Μπέρδεψα
τις κλωστές σου στο εργόχειρο, Κύριε
Νόμιζα
θάλασσα τα βράχια
Απελθέτω
απ’ εμού το σκοτάδι τούτο
Ζήσε
με· με δόξα και ντροπή και μνήμη
Τώρα
μ’ ακούς που κλαίω;
Τώρα
καταλαβαίνεις τι δύσκολη μετάνοια είναι
Της
ίδιας προσευχής τα λόγια κάθε βράδυ;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου