Σελίδες

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

«Βίος Βραχύς» Ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αλεξόπουλου (Απόσπασμα Α΄ )

 Δημήτριος Αλεξόπουλος



 «Άνοιξη»
Δεν είναι η άνοιξη που ήλθε,
είναι που μου χαμογέλασες...
__________________________________________________________________

 «Το Τριαντάφυλλο»
Κει, που τα βελούδινά σου χέρια έκαμαν να κόψουν ένα βαθυπόρφυρο τριαντάφυλλο, 

κει, το χώμα ξεδίψασε με μια στάλα αίμα σου.
Κει, που το αίμα σου κάποτε ξεδίψασε τη γη, 
τώρα έχει ανθίσει λιόκαλη τριανταφυλλιά, 
που μυρίζει εσύ...


 «Πρόσφυγας-Κύπρος 1974»
Μάνα,
Τη γη αφήνω πίσω μου, τη γη που γιασεμί μυρίζει,
Π’ αγάπη, γέλια και χαρές μου χάρισε, κι ο ήλιος με λάμψη τη στολίζει.
Στάχτη βρέχει, τέφρα, ή ο γαλάζιος ουρανός χρώμα πολέμου επήρε;
Αγάπη κάποτε το είπαν, πόνο και δάκρυα σήμερα το λεν.
Φεύγω, φεύγω γι’ άλλη γη, γι’ άλλα μέρη,
Όχι δεν το επιθυμώ,
με πρόσταξε κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό,
ένα λαβωμένο περιστέρι… φύγε μου ‘πε!
Ακάνθινο πλέγμα τρομερό, μ’ αίμα ποτισμένο, κι απέναντι
ένα παιδαρέλι, με όπλο κράνος και σφαίρες πλασμένες από δάκρυα φορτωμένο…
Σε τούτο κει το σπίτι, να… Σε κείνο που με τρύπες από μόλυβδο για ενθύμιο του αφήνουν,
Σε κείνο άφησα κι εγώ πληγές που τώρα πια δεν κλείνουν.
Γιατί;

 «Αγάπη αθάνατη...»

"Είδες ποτέ τον ήλιο, αγάπη μου, να λέει πως γερνά;

είδες τη θάλασσα να λέει πως δεν αντέχει;
Τα δέντρα πως χορεύουν στου αγέρα το τανγκό, είδες;
και πως απ' τα ίδια τα δεντρά ζωή θα γεννηθεί ξανά...
Το ρυάκι παγωμένο, αέναα θα κυλά μέσα στα σπλάχνα της γης......
Στο 'πα, 
όσο αγαπάς δεν πρόκειται να γεράσεις.
Όσο η αγάπη μέσα σου κουρνιάζει, ο χρόνος απλά θα σε αγγίζει
επιδερμικά,
και θα φεύγει...
Κι αν κάποτε, χρόνια πολλά μετά, ο χρόνος με ειρωνεία σου χαμογελάσει,
μην τολμήσεις να πελαγώσεις...
Χαμογέλα του κι εσύ!
ψιθύρισέ του με νυγμό,
πως η αγάπη δεν πεθαίνει, 
απλά ο χρόνος θα την κάνει αμάραντη και αθάνατη...
έτσι πες του........."


 «Μάνα»

Με κράμα σπάνιο απ’ αγάπη, στοργή κι ένα σου χάδι,
με μεγάλωσες εσύ...
Τι κι αν αγκάθινα τα χέρια σου ήσαν στη ζωή,
σε μένα ήσαν βελούδινα, μετάξι στην υφή,
Κάθε που βράδιαζε, τ' αστέρι μετακόμιζε στο πρόσωπό σου,
ήσαν το δάκρυ που ακροβατούσε απ' τον πικρό καημό σου.
Τι κι αν συνέβαιναν σε σένα βάσανα και τρικυμία,
σε μένα στάζανε αγάπης στάλες, φιλιά ζεστά για προστασία...
Κάθε που νύχτωνε μες στο αγιάζι και την παγωνιά,
τον ήλιο έφερνες χωρίς φειδώ, με την ζεστή σου τη καρδιά.
Κάθε που πάλευα στα κύματα μες στου αγέρα τον θυμό,
εσύ ‘σουν το κατάρτι, το λευκό πανί κι η άγκυρα μες στον βυθό.
Καταβουίζουν οι ανέμοι, κι εσύ με την περίσσεια αγάπη που απλόχερα
προσφέρεις, δεν μένει παρά κάλμα... μπουνάτσα, όσο κι αν υποφέρεις...
Σε αδηφάγους δρόμους αν πλανιέμαι, δεκανίκια αν βαστώ,
ένα χέρι θα 'ναι πάντοτε δικό μου, ένα χέρι απαλό,
Μάνα είσαι εσύ,
σ' ευχαριστώ...




 «Έκλεισα θέση απόψε...»


Το δάκρυ που χαϊδεύει με στοργή το μάγουλό μου,
 πιότερη έχει αλμύρα τούτη τη νυχτιά.
 Είναι που σε σκέπασε της θάλασσας το υφαντό του πόνου,
 και τώρα μόνη θα' σαι.
 Μα τι λέω...
 Μόνη μέσα σε τόση ομορφιά;
 Με τόσα αστέρια συντροφιά, κανείς δεν είναι μόνος.
 Μήτε κι εγώ μόνος θα μείνω.
 Παρέα θα σου κάνω.
 Έκλεισα θέση,
 απόψε κιόλας,
 τ' αστέρι, δίπλα απ' το χαμόγελό σου, πλάι σου...
 Έτσι, για να μην νιώθεις μοναξιά...



 «Κάποιο δειλινό»

Κάθε σούρουπο,
κει, που ο ήλιος αδράχνει το πινέλο και βάφει τον καμβά τ' ουρανού με μελαγχολία,
εγώ τραβώ τις κουρτίνες...
Δεν θέλω να σ’ αντικρίζω μέσα σε τούτον τον καμβά ...
Προτιμώ να κλείνω τις κουρτίνες.
Στα όνειρά μας, άλλωστε, κλείνονται τα πιο όμορφα ραντεβού!
Κι ας μην το ξέρεις...
Κι ας μην με ξέρεις...
Θα σε συναντήσω εγώ, μόλις τα βλέφαρά σου πέσουν, και το μισόγελο φανεί στα χείλη σου.
Δεν με πειράζει που δεν με βλέπεις.
Δεν με πειράζει που δεν με ξέρεις καν...
Μου φτάνει που σε ξέρω εγώ ...



 «Η Θλίψη»

  
"Κάμε ερωμένη τη χαρά,
μα να ξέρεις πως οικτρά θα πληγωθείς...
 Προτιμότερο είναι να κάμεις ερωμένη την Θλίψη...
 Εκείνη δεν θα σε πληγώσει ποτέ...
 θα 'ναι πάντοτε εκεί, πλάι σου..."

 «Ο κλέφτης»
  
"Έκλεψα λίγο απ' της γαλήνης το φεγγάρι...
 μη με κατηγορήσεις.
 Έκλεψα λίγο απ' του ήλιου τη λάμψη...
 λίγο απ’ το φως των αστεριών...
 Λίγο απ' του αγέρα την πνοή και απ' της θάλασσας την ομορφιά...
 μα μη με κατηγορήσεις...
 Μ’ όλα τα λάφυρα τούτα, έπλασα εσένα...
 Για να σε βλέπω κάτι στιγμές που δεν υπάρχεις..."


 «Ο Αποχωρισμός»


Θαλασσινού νερού γεύση το δάκρυ σου έχει,
πίκρα στάζει απ' τα μελί σου μάτια, πίκρα που σε κατατρέχει.
Παλάμες υγρές, κουλουριασμένη στων σεντονιών σου την φρεσκάδα,
νοτισμένα με δάκρια αποχωρισμού και λιγοστό ιδρώτα.
Ησυχία νεκρική. Μονάχα ηχώ από αναφιλητά και έναν πνικτό αναστεναγμό που σκιάζει και το σκοτάδι ακόμα...
ένα κουρέλι έγιν' η φωτογραφία στη χούφτα σου. Ένα παλιόχαρτο με δυο χαμόγελα απάνω, στολισμένα με δυο δάκρυα που χαϊδεύουν πρόσωπα και χάνονται.
Γυμνή. Τα φουσκωμένα στήθη σου ακουμπούν τα γόνατά σου, σαν έμβρυο. Σαν βρέφος που αναζητά την θαλπωρή.
Δεν θα τη βρεις!
Έφυγε.
Χάθηκε στης νύχτας το πέπλο,
ωριόπλουμο και κεντημένο με αναμνήσεις.
Μην κλαις. Μην φοβάσαι.
Ίσως να γυρίσει... Ίσως και όχι...
Μα μην κλαις.
Σ' ακούει η νύχτα και σεκλετίζεται μαζί σου... Υποφέρει.
Ίσως...


 «Σιωπή»

Σ’ έναν κόσμο κενό,
τι μπορεί άραγε να μου δώσει τάχα...
Στερούμαι τη ζωή μου μονάχα...

Σ’ έναν κόσμο άκοσμο,
Οι φωνές περιττεύουν, τα λόγια είναι φτηνά,
Τόσο φτηνά, σχεδόν τζάμπα.

Δεν αλλάζει ο κόσμος εύκολα,
δεν αξίζει να μιλάς...
Αναλώνεσαι στην καθημερινή φλυαρία.

Μη μιλάς.
Καλύτερα μίλα με δυο μάτια,
μίλα με τη σιωπή.
Η σιωπή είναι χρυσάφι...




 «Επανάσταση»

Έχεις την ψευδ-αίσθηση πως επαναστατείς;

Μ’ ένα μπουκάλι μπύρα στο χέρι,
δυο λουκάνικα πασαλειμμένα μαγιονέζα και μουστάρδα,
δυο τεντωμένες φωνητικές χορδές και θαρρείς επαναστατείς;

Κρύβεσαι πίσω απ' το "εγώ" σου, και μάλιστα ομολογώ πως κρύβεσαι πολύ καλά. Είσαι άξιος κρυψίνους!
Λοιδορία η ζωή σου, τύφλωση υπέστη η ψυχή σου και προσπαθείς ανέλπιδα να "αλλάξεις" τον κόσμο...
Μα πως; Εξήγησέ μου! Πώς;
Φταίνε όλοι γύρω σου, εκτός από σένα...

Εξαπολύεις ύβρεις και βωμολοχίες,
Επιδεικνύεις αισχροέπεια και ανηθικότητα, φωνάζοντας για μια δίκαιη αλλαγή, είναι επανάσταση θαρρείς; 

Έχασες τον δρόμο Βλαξ!
Πίσω γύρνα!
Δεν θα σε καθοδηγήσω εγώ, ουδείς άλλος,
παρά μόνο εσύ!
Θα πρέπει ν' αλλάξεις εσένα πρωτίστως,
το "εγώ" και την ζωή σου,
τότε να απαιτήσεις να αλλάξουν οι άλλοι!
Όσο εσύ αυτοκαταστρέφεσαι μέσα στη χαρμολύπη, πνιγμένος στη μιζέρια, τόσο σου αφαιρείται το δικαίωμα να "εισβάλλεις" σε δρόμους, σε πλατείες και σε ζωές των άλλων...


 «Ήθος»

Άνθρωπος με ήθος, λέγεσαι...
μονάχα αν...
Στο μίσος σου απάνω, χαμόγελο απλόχερα χαρίζεις.
Τις δύσκολες στιγμές σου, με σύνεση κι υπομονή βαδίζεις...
Εαν προσφέρεις σε κάποιον άνθρωπο καλό,
που το ίδιο το καλό, κι εσύ να το χρειάζεσαι...
Ήθος έχεις...
μονάχα στον πλούτο κι αν βρεθείς μπροστά,
να μην τον ακουμπήσεις,
αλλά σ’ ανθρώπους γύρω σου μ’ αγάπη να τον χαρίσεις.
Ήθος έχεις...
Αν σε φουρτούνα δύσκολη και τρικυμία βρεθείς,
Να παλέψεις, μ’ έλπίδα για κατάρτι και δύναμη ψυχής!
Η αρετή στη ζυγαριά πάντοτε να βαραίνει.
Κι η αγάπη να ‘ναι η συντροφιά
που μέσα σου θα μένει...




 «Έξω βρέχει»

Δεν μ’ ενοχλεί που έξω βρέχει,
Συνηθισμένος στη βροχή,
κάθε που η όψη μου στέκεται
αγέρωχη στον καθρέφτη…

Ψυχή μου έφυγες…
Έμεινα μόνος,
Ο ίδιος πομπός και ο ίδιος δέκτης
Στην ασχήμια της ζωής ετούτη…



 «Αυτογνωσία»

Θαρρώ πως ξύπνιος είμαι,
ξύπνιος και με τις σημασίες τις δυο.
Αιθεροβάμον είμαι,
Δον Κιχώτης μ’ ελπίδες φρούδες.
Μια ζωή μονάχα έχω και τη σπαταλώ,
Τη σπαταλώ διότι μες στη νηνεμία δεν νοιάστικα για τρικυμία.
Τη σπαταλώ αντίκρυ στη μέδουσα (τηλεόραση),
Οριζοντίως,
Ωσάν πρόβες να κάνω για την κατοικία μου την τελευταία…
Ζωή μου σε σπατάλησα…




 «Αντίο»


Όπως οι στάλες της βροχής χαράζουν το τζάμι στο παλιό παράθυρό μου,
ωσάν λεπίδες να ‘ναι κοφτερές επάνω σε μετάξι,
Έτσι κι εσύ.
Φεύγεις.
Άφησες μια στάμπα αχνή στο τζάμι απ’ την παλάμη σου και μια βαλίτσα αναμνήσεις και χάθηκες.
Δεν θα γυρίσεις πάλι πίσω,
Όχι γιατί δε θες...
Η κουβέρτα ζεστή ειν’ ακόμα και μυρίζει εσύ...
Θα ‘ναι πελώρια η ανηφόρα, ναι, θα ‘ναι,
Ελπίζω κει που πας, πιότερη η ορμοφιά που θ’ αντικρίσεις να’ναι...
Αντίο...




 «Όνειρα»


Αν...
Αν μ’ οφθαλμούς γυμνούς κοιτάξεις,
έναν κόσμο άθλιο και ποταπό θα δεις.
Αν με την καρδιά κοιτάξεις,
θ’ απογοητευτείς, θα κλάψεις, ίσως και να σιχαθείς.
Αν με τον νου κοιτάξεις,
;iσως ν΄αποτρελαθείς.
Κλείσε λοιπόν τα μάτια ερμητικά,
tαξίδεψε στα όνειρά σου, ταξίδια μακρινά...
Μόνη «ένεση» ευτυχίας και πραγματικής χαράς,
Μόνη «ένεση» αισιοδοξίας τα όνειρα,
μην πάψεις να χαμογελάς.
Η μόνη δύναμη που θα σε κάνει να δεις...
Να ονειρεύεσαι,
άκου,
τα όνειρα είναι η μισή πραγματική σου ζωή...


 «Πόλεμος»


Δεν είναι τριαντάφυλλα που πέφτουνε στο χώμα σαν βροχή,
Δεν είναι γιασεμί η μυρωδιά που η κάννη αναδύει,
Ο ήλιος τρόμαξε κι αυτός, και κρύφτηκε απ’ την μανία του ανθρώπου
να σωθεί.
Όχι, δεν βρέχει. Κλαίει το φεγγάρι πια τις νύχτες.
Τα όρη, οι λίμνες, τα βουνά με σάβανο έχουν καλυφθεί.
Ο ουρανός εβάφτηκε με του ερέβους χρώμα,
Κι ένας ολόλευκος ανθός, σιωπηλός, κλαίει μέσα στο χώμα.
Μ’ έμαθαν ν’ αγαπώ,
Αγάπη λέγεται αυτό;

 «Όταν»

Όταν θα ‘χουμε το χρόνο,
μια κουβέντα ν’ ανταλλάξουμε μ’ ανθρώπους π’ αγαπάμε...
Το χαμόγελο του ήλιου ν’ αντικρίσουμε, που δειλά χαμογελά,
Όταν θα ‘χουμε το χρόνο,
το πρόσωπό μας να δροσίσουμε μες στο ρυάκι μιας πηγής και να νιώσουμε στο σώμα μας τις ψιχάλες της βροχής...
Να γελάσουμε μ’ αστεία φίλων και γνωστών, δίχως άγχη και σκοτούρες,
Όταν θα ‘χουμε το χρόνο,
για μια βόλτα απλή να πάμε, να χαθούμε ανάμεσα στα δέντρα,
να μυρίσουμε την γύρη και ανθούς, να τρέξουμε ανέμελοι στην εξοχή…
Συγγενείς άλλωτε αγαπημένους να ζυγώσουμε, που μέσα μας τούς έχει η λησμονιά απαγάγει …
Όταν κάποια στιγμή το χρόνο βρούμε,
στα παιδιά μας να μιλήσουμε, πριν κάτι άσχημο και βδελυρό τ’ αλλάξει,
με τη δουλειά να μην ασχοληθούμε, να φύγουμε ταξίδια, όπως του Οδυσσέα, μακριά, σε κάποια άλλη, δικιά μας Ιθάκη…
Όταν κάποτε τον χρόνο βρούμε,
να χαρούμε με πράγματα μικρά, άνθρώπινα, αυθεντικά…
Τότε, δε θα ‘χουμε πια χρόνο…
Τότε, αναμνήσεις θα ‘ναι όλ’ αυτά,
κι ο χρόνος άπραγος, με τα χέρια θα στέκεται ψηλά…
Τότε, δε θα ‘χουμε πια χρόνο…
θ’ αγναντευουμε τον κόσμο μ’ ένα αχνό κρυφόγελο…

από ψηλά…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου