Οι
σκέψεις πριν λίγο διέσωσαν το ταραγμένο μου σώμα
σαν σωστικές λέμβοι που επιπλέουν στο μαύρο ποτάμι της αβύσσου
ξάφνου έσκισαν την παραχαραγμένη σάρκα
ξεριζώνοντας την φαντασία που άλλοτε προσφέρει θαλπωρή
μα τώρα αποπνέει ρίγος σκοτεινό και απόκοσμο.
σαν σωστικές λέμβοι που επιπλέουν στο μαύρο ποτάμι της αβύσσου
ξάφνου έσκισαν την παραχαραγμένη σάρκα
ξεριζώνοντας την φαντασία που άλλοτε προσφέρει θαλπωρή
μα τώρα αποπνέει ρίγος σκοτεινό και απόκοσμο.
Το
ρεύμα ξερνάει βλοσυρά
παρασύροντας τον δυστυχή άνθρωπο
στην δίνη του.
Οικογενειακές κραυγές σκορπίζουν ισχνά κλαδιά
που οδηγούν στην νοσηρή και κατευναστική ξηρά
αν την παρατηρήσεις ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή σου
θα δεις το έδαφος να φλέγεται
σκορπίζοντας στάχτες που κυοφορούν μέσα τους νεκρά σκελετωμένα σπαρτά.
παρασύροντας τον δυστυχή άνθρωπο
στην δίνη του.
Οικογενειακές κραυγές σκορπίζουν ισχνά κλαδιά
που οδηγούν στην νοσηρή και κατευναστική ξηρά
αν την παρατηρήσεις ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή σου
θα δεις το έδαφος να φλέγεται
σκορπίζοντας στάχτες που κυοφορούν μέσα τους νεκρά σκελετωμένα σπαρτά.
Το
χάος κραυγάζει διψασμένο σχίζοντας το αχανές στόμα του
αποπνέοντας πελώριες χρωματιστές φούσκες ξενοιασιάς
απεικονίζοντας νέους που η ευημερία ζωγραφίζει την γαλήνη
στα όμορφα πρόσωπα τους
νέους που παίζουν, που χαίρονται, που κρατούν τα χέρια τους ενωμένα
και νέες που αναβλύζουν θαλπωρή και κόκκινη ζωντάνια,
νέους που φωνάζουν, νέους που σιωπούν μα κρυφά μειδιάματα
σαν μάγοι ξετρυπώνουν.
αποπνέοντας πελώριες χρωματιστές φούσκες ξενοιασιάς
απεικονίζοντας νέους που η ευημερία ζωγραφίζει την γαλήνη
στα όμορφα πρόσωπα τους
νέους που παίζουν, που χαίρονται, που κρατούν τα χέρια τους ενωμένα
και νέες που αναβλύζουν θαλπωρή και κόκκινη ζωντάνια,
νέους που φωνάζουν, νέους που σιωπούν μα κρυφά μειδιάματα
σαν μάγοι ξετρυπώνουν.
Διάπυρα
δάκρυα ξεχύνονται από τη φυλακισμένη ζωή μου
που οδηγεί στο έρεβος.
Πώς να ξεφύγω από εδώ ; Όταν το εδώ είμαι εγώ ;
Το σπασμένο αιχμηρό μολύβι μου καρφώνει με βία τους μαλακούς οίστρους μου
γεμίζοντας το πρόσωπο μου με αίμα
Φωνάζω μα η σιωπή ακλόνητη στο θρόνο της χλευαστικά με κοιτάζει
Γιατί γεννήθηκα με τούτη την κατάρα ;
που την στολίζουν με ματωμένα νυφικά αποκαλώντας την «ευαισθησία»
Θα υπάρχει κάποια ένεση αδράνειας του μυαλού δεν μπορεί
πως γίνεται όλοι γύρω μου να είναι διαφορετικοί
εγώ έχω το πρόβλημα μα δεν ξέρω πώς να γίνω σαν αυτούς
πείτε εσείς κυρία σιωπή ένα τρόπο, κάτι θα έχεις ακούσει παραπάνω
Πόσοι κάτσανε σε τούτη την καρέκλα και σου μιλούσανε μερόνυχτα
με κλειδωμένα παράθυρα και μαύρες κουρτίνες
με μουτζουρωμένους γδαρμένους κίτρινους τοίχους
και με κόκκινα βουβά μάτια έτοιμα να σπάσουν
σε παρατηρούν αποσβολωμένα
προσμένοντας την λύτρωση
αρκεί να
ανοιγοκλείσεις τα μαύρα σου σαρκώδη χείλη.
που οδηγεί στο έρεβος.
Πώς να ξεφύγω από εδώ ; Όταν το εδώ είμαι εγώ ;
Το σπασμένο αιχμηρό μολύβι μου καρφώνει με βία τους μαλακούς οίστρους μου
γεμίζοντας το πρόσωπο μου με αίμα
Φωνάζω μα η σιωπή ακλόνητη στο θρόνο της χλευαστικά με κοιτάζει
Γιατί γεννήθηκα με τούτη την κατάρα ;
που την στολίζουν με ματωμένα νυφικά αποκαλώντας την «ευαισθησία»
Θα υπάρχει κάποια ένεση αδράνειας του μυαλού δεν μπορεί
πως γίνεται όλοι γύρω μου να είναι διαφορετικοί
εγώ έχω το πρόβλημα μα δεν ξέρω πώς να γίνω σαν αυτούς
πείτε εσείς κυρία σιωπή ένα τρόπο, κάτι θα έχεις ακούσει παραπάνω
Πόσοι κάτσανε σε τούτη την καρέκλα και σου μιλούσανε μερόνυχτα
με κλειδωμένα παράθυρα και μαύρες κουρτίνες
με μουτζουρωμένους γδαρμένους κίτρινους τοίχους
και με κόκκινα βουβά μάτια έτοιμα να σπάσουν
σε παρατηρούν αποσβολωμένα
προσμένοντας την λύτρωση
αρκεί να
ανοιγοκλείσεις τα μαύρα σου σαρκώδη χείλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου