Γ΄Βραβείο στον 5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό ΕΛΙΚΩΝ
Μικροί
κόκκοι σκονισμένης λύπης περνούν απ’το παράθυρο.
Δε θυμάμαι ξανά τέτοιον αέρα.
Όχι γιατί φοβάμαι ή κρυώνω, αλλά επειδή ανέπνευσα κρυφά
γέμισε πάλι νεκρούς το δωμάτιο.
Ένα πουκάμισο κρεμασμένο στο χερούλι κάνει τον πρώτο Άνθρωπο και τη σκιά
και
το βράδυ χορεύει σαν σκιάχτρο μονάχο και άδειο στον κήπο.
Στον
κιτρινισμένο τοίχο ζωγραφισμένο ένα πουλί
κοιτάζει
αλλού, σίγουρο πως δε θα ξημερώσει.
Περνάει
ο καιρός, άπλυτος και αξύριστος, αφήνοντας αίμα στα φύλλα
και
βαριές πατημασιές στις πλάτες και στα χέρια μας.
Το
μεγάλο θηρίο του κόσμου ουρλιάζει τη νύχτα να σβήσουμε τα φώτα και να δώσουμε
θυσία μάνες, αδέρφια και τα αγέννητα παιδιά μας.
Μια
χαλασμένη λάμπα άναψε μονάχη της κι η σκισμένη κουρτίνα άρχισε να ανεμίζει.
Στο
χθεσινό-όλο φωνές-σεντόνι κόκαλα ξερά φυλάω, από κάποιας λυπημένης μνήμης το
απόθεμα.
Η λύπη.
που πιάνει δουλειά στα χαράματα του πλήθους
και γυρίζει αγκαλιά με τον ενικό της νύχτας.
Μόνη κι έρημη, γυμνή και άβαφη,
με δυο τρύπες για μάτια και βαθουλωμένα μάγουλα
για να ανέβει αργά-αργά τη σκάλα προς τον τρίτο.
Μια φωτογραφία απ’όταν ήμαστε μικροί απέμεινε αρυτίδιαστη.
γιατί όλα μας τα πρόσωπα πέθαναν ξένα θαμμένα στην άμμο της άλλης πατρίδας.
Αλλοίμονο στους μελλοζώντανους που έρχονται
πάνω στις μνήμες των νεκρών να ξαποστάσουν.
δίχως να βλέπουν τα καντήλια και τα “ενθάδε κείται”.
Πολύς καιρός.
Βαρύς καιρός.
Γδαρμένος με μεγάλα γράμματαπάνω στο χώμα που μας ‘βάλαν να πατάμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου