Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο. Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο, Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες, Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες | |||
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος | 5 | ||
Κοντά στη σκάρα του ατμού, Με του αδελφού του το παλτό σκεπασμένος Ξεκουράζεται. Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια | |||
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο. | 10 | ||
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη αγανάκτηση. Περιμένει το επόμενο φανάρι. Τίμια κερδίζει έτσι και ψωμί Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα, | |||
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα. | 15 | ||
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του, Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο, Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα | |||
Μόλις θυμάται. | 20 | ||
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του, Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα. Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας, Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου | |||
Ενός ανίκητου στρατηλάτη, | 25 | ||
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη, | |||
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη. Καμιά φορά πιο εγκάρδια Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας, | |||
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό. | 30 |
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου