Σελίδες

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ἀπό πτερόν φτερό: Ποιητική Συλλογή της Μαρίας Μαρκαντωνάτου (Απόσπασμα) 1995

βλος

θειά μου Γνώση
μο χάρισε μιά κούκλα λαστιχένια.

παιζα μέ τίς πάνινες ς τότε.
Τή σήκωσα, πως νέα μαμά τό βρέφος,

κι κούστηκε κάτι μέσα της,

ρεβύθι σ' δειανό σπιρτόκουτο.

Σά νά μήν εχε μάτια, χείλη,

ρόδια μάγουλα,
σά νάχα μπουχτίσει τέτοια δρα

μόνη μου τώρα γνοια

Νά δ

Νά πιάσω τό όρατο.

Μιά ψαλιδιά λοιπόν καί νάτο!
νας βλος
κύλησε... πάει.

... Κ' ο ατόχειρες,

- λήθεια, τί περίεργοι! -

φο τά ψάξουν λα,
πατν μιά ψαλιδιά στό θάνατο,

νά δον τί χει μέσα.


Τό κράκ

πίστα
πάντα σέ ναμονή μέ πομονή:

χορός, φιγορες, νούμερα.

Μά κάτι χτές,
νά, κάποιο κράκ,
κάτι σάν δόντια πούτριξαν,
τούς ξάφνιασε.
Κρμα - επε κάποιος -

κ' εναι καί δρύϊνη.

Γρανίτης... Μόνο ατός...

Τό "χ"
μνήμη Β.Κ.

Τό πιάνο σου
σέ κρατάει σάν μυστικό.
Τά πλκτρα του

κόμα εναι ζεστά
πό τά δάχτυλά σου.
Μαρο γιαλιστερό κουβούκλι᾿

τύμβος᾿

κλείνει τό κάτι τς ζως σου,

τήν ψίχα της
ατό μονάχο κούει

κενο τό "χ"
πού ηχο

ντηχε στή σκοτεινιά του.

λόγγος

Κάθε πού βλέπω τόν πατέρα μου,
σκέφτομαι: λόγγος.
Ψάχνω γιά μονοπάτι
μά τίποτα.
Κι μως κούω τίς κραυγές του,

ταν φτά χρονν
βόσκοντας γίδια, τό δεκάξι,
κάπου παγιδεύτηκα,
σάν τό πουλί στό ξόβεργο.
Γιά σκέψου νύχτα
να παιδί στό λόγγο!
Κ' φτασε μάνα του τρελή

μέ λαδοφάναρο, τόν γλίτωσε.
μως γώ, πατέρα,
πς νά σέ γλιτώσω,

κούω τίς κραυγές
μά πς νά φτάσω...

Ο λόγγοι πιά δέν χουν μονοπάτια.


λεξάνδρα

Τή νιώθω πάντα στό δωμάτιό της
νά γράφει, νά νειρεύεται.

μως στή ντουλάπα
βρίσκω τά ροχα μου θικτα,

φοστες καί πουκαμίσες

στή θέση τους κύμαντες.

κολώνια της μόνο
πιμένει στά φουλάρια μου
λλά κι ατή
μέρα τή μέρα ξατμίζεται.


Τώρα ντουλάπα μου

πόκυψε, θαρρες, σέ μιά γαλήνη᾿
ραξε᾿
δίχως πιά τόν πειρατή της.


νότητα "νειρα"
α. Μετά τήν κφορά

Σπίτι σου
ο συγγενες

φωτογραφία πού ξάσπρισε
καί μόνη σύ, ξεκάθαρη,

δεχόσουν συλληπητήρια
γιά τό δικό σου θάνατο.
Τά μάτια σου δυό πύλες
- τί κοίταζαν -
κ' ρχή, τέλος καί πένθος

λα σύ.

Στίς στλες το Κεραμεικο

κόρες καί κοροι, μόνοι,

δέν ξέρεις:
κοιτάζουν πεθαμένοι τή ζωή
ζωντανοί τό θάνατό τους.

β. Τό ξόδι

Στό πατρικό μου
πρόσωπα θαμπά
- γείτονες σως -

πηγαινέλα᾿

κ' μάνα μου

κάτι νά κάνει,
κάτι νά λέει καί νά γελάει.
Τά μάτια της κράτησα μονάχα,
γαλάζια κ' συχα, σχεδόν πόντα.

Θά γινόταν κηδεία της σέ λίγο

κ' εχα μιάν γνοια γώ

μιάν γωνία

τί νά π στόν κόσμο᾿

κάσα της χασκε δεια
κ' μάνα (να γέλιο λη)

σάμπως νά γυρίζει κόμα

νά βοηθάει καί στό δικό της ξόδι.

γ. Τά μαλλιά

φεγγαν τά ραα μαλλιά
στίς σκάλες,
στήν αθουσα ζωγραφικς,

στούς διαδρόμους το μεγάλου᾿

λα μές στ' νειρο μουντά
παιρναν φς π' τά μαλλιά της.
Στήν ξοδο χαθήκαμε

Μισόφωτο...
Συνωστισμός...
Περίμενα...
Επα: τώρα θά τή δ,

θά λάμψει!
Τό κτήριο σιωπηλό σκοτάδι.
Κόρη μου, λέω,
λαμπερά μαλλιά μου...

δ. Τό σπίτι

Εχαμε, λέει, κουβαλήσει λλοῦ᾿

διαρρύθμιση ντάξει:
να τετράγωνο τανε σάλα
κ' κουζίνα κύκλος.

Σκόνταφταν τά παιδιά στά πράγματα,
γελοσαν,

κ' σύ, πανευτυχής,

σέ κάποιους φίλους δειχνες τούς χώρους

κ' πιδοκιμάζανε

καί μόνο γώ

φαινότανε νά βλέπω
κι ποροσα

πς θά τά καταφέρναμε

σέ σπίτι δίχως τοίχους.

ε. Στό περιθώριο μέ μολύβι

Σέ διαγωνισμό λαβα μέρος

γιά κάποιες θέσεις στό δημόσιο, νομίζω.
Τοιχοκολλούσανε τ' ποτελέσματα

κ' σπρωχνεν κόσμος᾿

δέν βλεπα μως τ' νομά μου

κι γωνιοσα.

Τέλος τό βρκα στό περιθώριο

μέ μολύβι - καί δίπλα:
"διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"᾿

κ' ο λλοι λοι-ποτυχόντες, μέ μονάδα,

εχαν τουλάχιστο βαθμό καί τή σειρά τους.

"Διηπόρει" καί "διεπληκτίζετο"...
Κ' ο θέσεις;


στ. Στό παλιό σπίτι

κλεβαν, λέει, τή μπουκαμβίλια μας!
Ξερίζωναν τήν παιδική μου μνήμη᾿

κόμη κούω τό σούρσιμό της στήν αλή.
τανε λίγο τό φεγγάρι
κ' τρεχα στά χαλάσματα,

νά τόν ρπάξω,

νά τόν σκοτώσω, θελα, τόν κλέφτη...


Δρασκέλαε τό φράχτη,
ταν φτασα,
κ' μουν γώ κλέφτης

στό φεγγάρι
κι πλωνε γύρω μπουκαμβίλια

μιάν ρημία ρουμπινιά.


ζ. ναπάντεχα

Φλεβάρης
καί νά τρώγω μορα...

σπρα μεγάλα μορα, μέλι...
Εχε βρέξει

κ' λαμπε μουριά στόν λιο

κάθε της φύλλο καί μιά λίμνη...
γώ νάμαι ψηλά σ' να κλαρί της
καί στάλες νά ξαφνιάζουνε τό πρόσωπό μου...
ρίζα της νά χάνεται στό χάος,
σκοτάδι κάτω μου νά χάσκει,
νά μή φοβμαι

καί στόν λιο

μορα φρεσκοπλυμένα νά μαζεύω...




Αίσθηση

Τά δέντρα ούτε στιγμή δέ στέκουνε᾿

ας πούμε η λεύκα ή το κυπαρίσσι
ταξιδεύουν᾿

ωραία τινάζουν την κορφή
κ' υψώνονται
απλώνουν τα κλαριά και πάνε.
Αράζουν κάποτε στον ύπνο μας
μπαίνουν στα όνειρα
και στον καφτό της νύχτας ήλιο
μας ισκιώνουν.
Τέλος μας ερωτεύονται
γι' αυτό κ' η πράσινη καρδιά τους
σχίζεται σε χίλια φύλλα
στρώνεται χαλί και την πατάμε.
Όταν τα λησμονάμε ανθίζουνε,
διεκδικούν τα βλέμματά μας,
γιατί, ό,τι τα μάτια δε χαϊδεύουνε,
μαραίνεται.
Ταξίδι είναι τα δέντρα κ' έρωτας.

Μιά ζωή σκοτάδι

Μιά ζωή δε σε φτάνει
Να δεις πως
το δίκιο του ζώου
Κατοικεί στην παλάμη σου,
Στα μάτια η λύπη του,
Ίδια η δική σου
Να δεις
Την αράχνη
Κουνούπι να τρώει το φόβο σου,
Πως αρνί είν' ο λύκος
Και λύκος ο φόβος σου.

Ακρίβεια

Είναι κάτι λέξεις ακριβές,
παλιό μετάξι,
λίγο να τις φρεσκάρεις,
τρίζουν.
Έτσι και ταιριάσουν στην υφή,
στους τόνους,
αν ο συνδυασμός τους δώσει,
όπως λέν, προοπτική,
ατσάκιγες, της ώρας,
τις φοράει το ποίημα
και φυσάει.


Τρίστιχα

Δές! Τυλίγομαι
στη θαλασσιά πετσέτα
καί ταξιδεύω!

**

Η παπαρούνα
παράφορα ανθίζει
και σπαταλιέται.

**

Φωτογραφίες...
διάφορα κοιτάζω
πρόσωπα ξένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου