Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια. Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα.
Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας αγέρας έρχεται απ' τα πεύκα. Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα.
Επιθύριο χεράκι τρυφερής ηλικίας ανοίγει βλέφαρα μιας άλλης εποχής. Είναι όλοι εκεί συγκεντρωμένοι. Ποντιακά, Τούρκικα, Ελληνικά, Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα. Πιο μέσα σηκώνεται ο πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι. Κάθεται, μιλάει για το σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι. Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις πέτρες το λιμάνι η θάλασσα πέρα η Θάσος πιο μακριά το Όρος. Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός από χορτάρι κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν, λαχανιάζουν οι μηχανές σκούζουν οι γλάροι. Νύχτες του έρωτα σύννεφα παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής γεμίζουν τα ανατρεπόμενα
με πέτρες χώματα σανίδια φορέματα. Ξεριζώνουν τα δέντρα. Πεύκα συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές καρυδιά. Ο κήπος που χέρια στοργικά διαμόρφωσαν. Σιδερένια νύχια εξαφανίζουν τον ουρανό.
Τώρα οικόπεδο 250 τετραγωνικά.
Αλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν έχει φωνή.
Κανένα δεν μπορεί να ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
|
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου