Ταξίδια καταιγιστικά μου πλέκανε τα μαύρα σου μαλλιά, τ' ανάλαφρό σου άρωμα με κύκλωνε και μια υπόσχεση ο εξώστης — κείνο τ' αγιόκλημα. Όμως εγώ σε πορσελάνες κολυμπούσα, σε έπιπλα, χαλιά, σερβίτσια σαν μετακομιστής που κουβαλά, λύνει και δένει. Και ξαφνικά μου πέρασεν απ' το μυαλό κάτι φριχτό. Τάχα τα χαίρονται μονάχα των σπιτιών οι νηστικές ώρες ενώ στοιχειώνουμε στις κόγχες τους εμείς θανάτους, έρωτες, στοιχειώνουμε των ρούχων μας τις λυρικές εκστάσεις, τις αναθυμιάσεις των κορμιών μας, χωρίς ποτέ να μάθουμε ποιες ηδονές ανοίγουνε στην κάθε ανάσα της ζωής τους; Πού με κυλούσε τ' ανάλαφρό σου άρωμα, τι ταξίδια ξεπέζευαν στα μαύρα σου μαλλιά! Μια πολυθρόνα σκαλιστή μόλις μας χώριζε, μα δεν την παραμέρισα ποτέ. |
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου