Δημάς Παύλῳ δεσμίῳ εν Ρώμη χαίρειν·
Είναι η τέταρτη φορά που επιχειρώ να σας γράψω,
μέσα σε τούτο το πολυθόρυβο μπαρ με το ράδιο να
παίζει σουίγκ
και το κορίτσι να με κοιτάει παραξενεμένο.
Συχνά θυμούμαι την εν Χριστῴ ζωή,
τους αδελφούς εν Κυρίῳ,
με ταράζει η νοσταλγία, με διαλύει.
Όλοι με θεωρούν ευτυχισμένο καθώς με βλέπουν με το
χακί,
το περίστροφο στα δεξιά, να βαδίζω γεμάτος
αυτοπεποίθηση,
στη Μπάρα, στα θέατρα, στα ζαχαροπλαστεία, στα
γυμναστήρια.
Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα να προχωρεί.
Τι τα θέλετε, κύριε, τι τα θέλετε,
εμείς που γνωρίσαμε μικροί το Χριστό ζούμε τώρα τη
θλίψη·
χάσμα γαρ μέγα εστήρικται μεταξύ ημών και υμών.
Όπου να γυρίσω, με σκοτώνει το παράπονό σας:
Δημάς μ' εγκατέλιπεν αγαπήσας τον νυν αιώνα.
Κι όμως νιώθω παράταιρος μέσα στον κόσμο αυτό,
σαν κλασική μουσική σε ταβέρνα.
Κι όταν ανοίγω το άλμπουμ με τα εικόνια που μας
κάμναν
πλανόδιοι ζωγράφοι σ' εξορμήσεις ιεραποστολικές,
δεν ξέρω αν θα 'θελα να επιστρέψω, είναι τόσο οδυνηρή
η εποχή της φρόνησης, θα 'θελα μόνο
να ξεριζώσω με τα χέρια μου τη μνήμη.
Τάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε κάποια τάξη;
Και πώς μες στ' αδιέξοδο έξοδο να 'βρω;
Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"
της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου και το αναδημοσιεύουμε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου