Σελίδες

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Ποιητική Συλλογή του Τάκη Σινόπουλου (1961) (Απόσπασμα) Β΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1962


Η εκδοχή της Ιωάννας

Θέλω να καταλάβετε πως μ΄ έχτισαν.
Κι αυτός. Κι η μάνα του. Κι οι πράξεις μου.
Με πέτρες και με βράχια απανωτά. Διψούσα. Τούλεγα
δώς μου νερό. Δεν άκουγε. Μου κοίταζε
το πρόσωπο άφωνος. Πονούσε. Τόψαχνε μ΄ απόγνωση
λες κι ήταν έρημο. Πες μου τι γύρευε από μένα και
τα λόγια του μοιάζανε μ΄ απειλές σα νάχα μόνο εγώ
το μόλεμα μες στο αίμα μου. Δεν καταλάβαινα.
Κι είχα αποκάμει πια με τους ατέλειωτους αγώνες. Τούλεγα.
Φυλάξου Κωνσταντίνε! Οπως το φως
του λύχνου συντηρείται ακόμα στο φυτίλι αφού
στεγνώξει όλο το λάδι στο βυθό. Ή σαν τους ήχους
που έφυγαν από τ΄ όργανο κι όμως ακούγονται
πολύν καιρό μες στην ακοή. Του τόλεγα.
Κάτι θα τρίξει όταν ξεντύνεσαι και βγάζεις το πουκάμισο.
Κάτι θα σπάσει στο εσωτερικό. Μια αθέατη κραυγή
το απόγευμα θα σβήσει στης καμπάνας το αντίλαλο.
Του τόλεγα. Μεγάλα νύχια μαύρα αμετακίνητα
θα κρεμαστούν πάνω στον ύπνο σου. Και δε θα φύγουνε
ποτέ.

Είχε πεθάνει τότε το παιδί μας. Το κοιτάζαμε
στα μάτια να κρατήσουμε την τελευταία του κίνηση. Κι εκείνο
απομακρύνονταν σαν αύρα νόμιζες
εξατμιζόταν όσο το κοιτάζαμε. Την άλλη μέρα και
την άλλη ο Κωνσταντίνος βασανιζόταν από παράξενα
τινάγματα σαν ένα
πουλί που κάθεται στην καπνοδόχο κι ο καπνός
το διώχνει. Ωσπου φαγώθηκε το πρόσωπό του απ΄ το χαμόγελο
το ασάλευτο. Κοίταξε τώρα
μ΄ ακούει και κρύβει τα μεγάλα σύννεφα τα μάτια του.

Τα επίπεδα τ΄ απανωτά όπου ζούσε
τον σακατεύανε. Κι όμως ταξίδευε μονάχος στον αέρα.


Η εκδοχή του Κωνσταντίνου

Είμαι ένας άντρας μέσα στο κορμί μου περιέχω τον εαυτό μου που
με περιέχει ταυτότητά μου το μηδέν γυναίκα μου η Ιωάννα ανά-
μεσα μας η νύχτα μια νύχτα ο κήπος έλαμπε κάτω απ΄ τα πόδια μας
και τούτο έμοιαζε τόσο αληθινό πιο αληθινό όταν ο κήπος έσβησε
το φως αντέχει μέσα μας συνέχεια της Ιωάννας η βλάστηση το
κεφάλι της βαρύ αστερωμένο πάντα μ΄ απειθάρχητα μαλλιά τόσο
πικρό

                                      για να σωπαίνει
                                      και να θυμάται.

Ητανε μια απειλή που δεν την έγραφε ο κανόνας. Οπως την πρώτη
φορά που αρχίνισε ν΄ ασπρίζει γιατί φωνάζει γιατί σέρνεται μες
στην αυλή μου ο γείτονας καμιά μέθη πιά και το κορμί της έρημος
και το κορμί ξερό κι η κάθε μέρα που έφευγε καλύτερα να μου ξε-
ρίζωναν

                                     ένα κομμάτι
                                     κρέας.

Ετσι πήγα με πέντε μονάχα φτιασιδωμένες αισθήσεις μέσα στ΄ αφώ-
τιστα χαλάσματα ολοένα ψάχνοντας πονώντας και γυρεύοντας δι-
ψώντας και διψώντας από το πάτωμα έσταζαν νερά και το κακό
δυνάμωνε και το μυστήριο γλίστραγε απ΄ τα δάχτυλα πως είναι κα-
μιά φορά τα χείλια στη λασπουριά της λίμνης ψάρευα κάποτε στην
πατρίδα μου ακόμα νέος και λαμπερός μαύρα μονόξυλα, γκρίζο νερό
τα μπράτσα αχνίζοντας όπως έσκαγε ο ήλιος έλα μου φώναξες ένα
τεράστιο ζωντανό φυτό σαλεύοντας
      
                                   μέσα στη μήτρα
                                       του πρωινού.

Κι εκεί κοντά παραμόνευε ο θάνατος η αιχμή του μπαίνοντας κάθε
μέρα μολεμένη στο κορμί όμως το μυριζόμουν και πάλευα να ξεφύγω
τόξερα εκεί δε θάτανε κανείς μονάχα πέτρες και σιωπή στο σκούρο
φως κοίτα με Κωνσταντίνε είμαι όλη φως.

                                        ως πότε
                                        θα ξέφευγα;

Τότες η Ιωάννα αναδεύονταν στρέφοντας το κορμί της απ΄ το μέγα
στόμα του ύπνου πουλιά πετούσαν απ΄ τα χέρια της ένα μακρύ ποτάμι
από πουλιά πάνω στο ρεύμα κράζοντας γιομάτα με ήλιο δυνατές φτε-
ρούγες λάμπανε και φεύγανε γιατί μου σφίγγεις έτσι τα όνειρά μου
φώναζε μες από τις καταπαχτές άκουγα τη φωνή κι ανέβαινα με-
μιας αδύνατο να μείνω άλλο είπα άσε στην άκρη τα αίματά σου
τώρα σκοτίστηκα.

                                 Ο ίσκιος στο σώμα
                                  μισοϊδωμένος
                                απρόσιτος.

Είσαι ένας ανόητος παπαγάλος μουρμούρισε εκείνη ξανακοιμήθηκε
ας μπούμε καλύτερα στον πρώτο μας κόσμο είκοσι χρονώ και περπα-
τήσαμε και σταθήκαμε δεν είχαμε καιρό έλα μου φώναξες κοίτα μου
φώναξες είμαι όλη φως. Βοσκήσαμε έκτοτε σε δύστροπο δάσος πολ-
λές φορές το μαύρο μάτι πάνω μας πολλές φορές
                                       ο θάνατος
                                       η ακατανόητη νύχτα.

Ετσι η Ιωάννα κόπηκε στα δύο μήτε κατάλαβε τίποτα το δικό μου
κορμί διπλωμένο σα φόδρα στο κορμί της μη δαιμονίζεσαι έλεγε
δεν αποκρίθηκα όχι ήθελα να πάω έξω από τούτο το σπίτι κάτω
στην αυλή δεμένα τα σκυλιά δε γαύγισαν και πήγα και νά με τώρα
                                            μαύρος
                                            και φαγωμένος.

Μάζεψε το κορμί της κι έφυγε. Υστερα ο χτύπος της καμπάνας
ράγισε τ΄ απομεσήμερο. Νάτην εδώ μ΄ όλα τα σύνεργα του σώματος
ίσκιοι θηλών μικρές φωνές μέσα στη νύχτα όπως διαβαίναμε την άλ-
λην όχτη τα χαλίκια το νερό κι οι ζάρες του νερού και το κλαδί το χέ-
ρι της  το νιώθω ακόμη σήμερα στον ώμο μου τη μοναξιά ετοι-
μάζοντας έφυγε και λυτρώθηκε τάχα από τι; πες μου να μάθω.
Απ΄ το κορμί; από μένα; από το θάνατο; Νυχτώνει. Ακόμη μια φορά.
Κι η γνώση μου μηδέν
                                      από τούτο
                                      το όνειρο.



Αποσπάσματα μπορείτε να διαβάσετε και : http://elpenor.gr/index.php/2013-11-22-13-17-34/25-2013-11-22-13-32-00/67-1961

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου