Σελίδες

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Με τι μάτια τώρα πια/ Άρης Αλεξάνδρου από την Ποιητική Συλλογή: Ευθύτης οδών (1959)



Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες 
5μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
 μπορούσες vα 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
10απ' τον κορμό
 μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
15σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
 κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
20να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
 ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
25κι από τη μέσα κάμαρα —
 όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ΄ αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα*
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν* ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
30όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
 κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.


σίτα: συρμάτινο πλέγμα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο φυλακισμένο και τον επισκέπτη, όταν συνομιλούν κατά την ώρα του «επισκεπτηρίου».
σαν: όπως είναι σιγουρεμένοι πάντα οι τοίχοι της φυλακής.


Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου