Κάθε τόσο ο γιος, κοιτά εμένα, τον πατέρα του
σαν να ξέρω εγώ τι να τον συμβουλέψω
– κι αφού λείπει η γυναίκα μου, ριζωμένη στο χώμα,
με τα κλαδιά της αγάπης της γυμνά πια, φθινοπωρινά –
λέω στο παλικαράκι μου, που τόσο της μοιάζει,
«Να παλεύεις, να νικάς, να μη το βάζεις κάτω»
Τη μέρα που επιστρέψαμε από τον τάφο της μαμάς του,
σαν σκιουράκι ο γιος μου με καβάλησε,
σαν καπετάνιος, στάθηκε στους ώμους μου
και ανέλαβε, εφεξής, να είναι αυτός το δικό μου βλέμμα –
αίμα μου, καρδιά μου, γιε μου όμορφε
είσαι όλη η περιουσία μου, είσαι η αχτίδα
που χτυπά το μέτωπό μου, ανάμεσα στα φρύδια
σαν σφαίρα ακροβολισμένου πυροβολητή
Αν σε χάσω πριν με χάσεις, μια για πάντα θα χαθώ
σαν να ξέρω εγώ τι να τον συμβουλέψω
– κι αφού λείπει η γυναίκα μου, ριζωμένη στο χώμα,
με τα κλαδιά της αγάπης της γυμνά πια, φθινοπωρινά –
λέω στο παλικαράκι μου, που τόσο της μοιάζει,
«Να παλεύεις, να νικάς, να μη το βάζεις κάτω»
Τη μέρα που επιστρέψαμε από τον τάφο της μαμάς του,
σαν σκιουράκι ο γιος μου με καβάλησε,
σαν καπετάνιος, στάθηκε στους ώμους μου
και ανέλαβε, εφεξής, να είναι αυτός το δικό μου βλέμμα –
αίμα μου, καρδιά μου, γιε μου όμορφε
είσαι όλη η περιουσία μου, είσαι η αχτίδα
που χτυπά το μέτωπό μου, ανάμεσα στα φρύδια
σαν σφαίρα ακροβολισμένου πυροβολητή
Αν σε χάσω πριν με χάσεις, μια για πάντα θα χαθώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου