Δημητριάδου Διώνη
Εκείνη η άμοιρη τι έφταιγε, σαν ο θεός την έπιασε
στης ρήσης του το δίχτυ,
κι έπρεπε πια να σέρνει μυστικά βαριά
στην άγνοια βυθισμένη;
Κι ο άλλος ο βαθύνους, που με τα λόγια τα σοφά
ήξερε μέλλον σταθερό να χτίζει μες την πόλη;
Με μάτια πληγωμένα απόμεινε τα άηχα να ακούει
μες στα άφεγγα σκοτάδια.
Δεν τον ακούσαν τον τυφλό,
που έβλεπε το ανίερο παρελθόν
και φώναζε το άδικο να δουν στα λόγια τα δικά του.
στης ρήσης του το δίχτυ,
κι έπρεπε πια να σέρνει μυστικά βαριά
στην άγνοια βυθισμένη;
Κι ο άλλος ο βαθύνους, που με τα λόγια τα σοφά
ήξερε μέλλον σταθερό να χτίζει μες την πόλη;
Με μάτια πληγωμένα απόμεινε τα άηχα να ακούει
μες στα άφεγγα σκοτάδια.
Δεν τον ακούσαν τον τυφλό,
που έβλεπε το ανίερο παρελθόν
και φώναζε το άδικο να δουν στα λόγια τα δικά του.
Οράματα ασαφή και όνειρα μπλεγμένα
στους Λαβδακίδες πάντοτε, και σήμερα και τότε.
Κατάλοιπα γενιάς, απομεινάρια σιωπής,
σοφίας ξεχασμένης σε παρελθόν απώτερο,
που αρνείται τη συνέχεια και το παρόν προσβάλλει.
Ακολουθία καμιά, χαμένα και τα ίχνη.
Κι όσα νομίζουμε για χνάρια,
απατηλά σημάδια πια και ανοήτων ρήσεις.
στους Λαβδακίδες πάντοτε, και σήμερα και τότε.
Κατάλοιπα γενιάς, απομεινάρια σιωπής,
σοφίας ξεχασμένης σε παρελθόν απώτερο,
που αρνείται τη συνέχεια και το παρόν προσβάλλει.
Ακολουθία καμιά, χαμένα και τα ίχνη.
Κι όσα νομίζουμε για χνάρια,
απατηλά σημάδια πια και ανοήτων ρήσεις.
Μονάχα η μοίρα τριγυρνά περιγελώντας τους τυφλούς,
που αστόχαστα πολύ διαδίδουν τα κρυφά της.
Κανείς δεν σώθηκε ποτέ.
που αστόχαστα πολύ διαδίδουν τα κρυφά της.
Κανείς δεν σώθηκε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου